#λίλα αθανασίου

LIVE

Άρνηση

Ψιθύριζες τ'αντίο με φιλί.

Ζεστή ή θάλασσα .
Παγωμένο το αντίο.

Κι έτσι ,
όπως , φιλώντας με, αποχαιρετούσες,

Το κύμα στάθηκε ανάμεσα στα χείλη μας
βρέχοντας το αντίο.

Και τα ‘μπλεξε όλα.
Τα πλημμύρισε όλα.

Λέγοντάς μου αντίο,
χύθηκες όλος μέσα μου .

Θάλασσα έγινες
και κύμα σκοτεινό.

Ξανά.

Εσύ,
η αλμύρα σου
και τα μυστικά σου .

Ξανά.

Τα πάντα σου ,
αποχαιρετώντας με
μου φώναζαν να μείνω.

Να μείνω ,
Σ'εναν πνιγμό που δεν έχει τέλος.

Ξανά.

Εσύ,
το μαύρο κύμα.

Κι εγώ
μικρή Πανσέληνος
να σε κρυφοκοιτάζει καθώς ναυάγια καταπίνεις .

Μνήμες
φιλιά
και χάδια.

Ξανά.

Εγώ, ασημένια και μόνη
να σε βλέπω να βυθίζεσαι ,
να φεύγεις όλο πιο μακριά απ'τις ακτές που σου φωτίζω.

Να ναυαγείς ,
όλο και πιο βαθιά στα “όχι”.

Ξανά.

Εσύ ,
το βιαστικό το κύμα.

Κι εγώ,
φεγγάρι άνυδρο
να χαράζω
δρόμους
ασημένιους
στο φευγιό σου .

Η Ανταλλαγή

Την κατακόκκινη,
την αβασάνιστη
την καλοκουρδισμένη,

δεν την θέλω.

Την υγιή,
την ξεκούραστη,
την νέα,

δεν την θέλω.

Την αγνή,
την απάτητη,
την όμορφη

δεν την θέλω.

Δώσ'μου
εκείνη τη γκρίζα .

Δώσ'μου
την φτιαγμένη από στάχτη,
την έτοιμη να σκορπίσει .

Δώσ'μουεκείνη.

Την μισοπεθαμένη,
την ήσυχη.

Εκείνη που δεν σαλεύει καν δώσ'μου.
Αυτήν που παραιτήθηκε δώσ'μου .
Αυτήν που κρύβεται δώσ'μου.

Την ξεχασμένη απ’όλους
δώσ'μου.

Εκείνη που ‘χει ξε-μάθει να χτυπά.
Εκείνη που τα ‘χει από χρόνια όλα παρατήσει .

Εκείνη δώσ'μου.

Άνοιξε το στήθος μου,
και τοποθέτησέ την απαλά,
εκεί που έχει κενό .

Τηνδικιά σου δώσ'μου.

Κι άσε μας,
μόνες.

Να ψιθυρίζουμε η μία στην άλλη.
Να προσποιούμαστε παλμό .

Να θυμόμαστε,
τις

-κάποτε-

κατακόκκινές μας
μέρες .

Memory, the Heart, 1937 by Frida Kahlo

*Memory, the Heart, 1937 by Frida Kahlo

Ατσαλένιος λαιμός

Πανοπλία.

Σ'όλο το σώμα,
πανοπλία.

Κλειστή, κλεισμένη
από πάνω
ως
κάτω.

Σφαλισμένα όλα,
τα μάτια,
τα χείλη,
τα δόντια,

τα σαγώνια, κλειδωμένα.

Χτισμένα όλα
μ'ατσάλι.

Οι μηροί μου
και τα πόδια μου, ενωμένα σφιχτά μεταξύ τους.

Πανοπλία.

Την έχτισα,
κομμάτι-κομμάτι.

Όποτε μου έκλεβαν κάτι σαρκικό ,
όποτε τραυμάτιζαν κάτι δικό μου
κι όποτε μου πλήγωναν το δέρμα,

φύτρωνα εγώ
το ατσάλι.

Ατσάλι,
πάνω στα σημεία τα λαβωμένα από επαφή.

Έτσι ,
που όλη γέμισα ατσάλι.

Κι έγινα,
ασημένια θαρρείς,
και δύσκαμπτη,

κι αδιαπέραστη έγινα
και
μόνη.

Άφησα
ένα μικρό-μικρό κομμάτι -όμως- ακάλυπτο

Ένα μικρό κομμάτι δέρμα, ν'ανασαίνει.
Εκεί, σ'ενα μικρό σημείο στον λαιμό μου,
πάνω σε μια φλέβα κατακκόκινη, γεμάτη αίμα.

Είχα αφήσει ενα μικρό σημείο ,
να πάλεται και ν'ανασαίνει ελεύθερα.

Κι ήρθες εσύ.

Κι ήρθες εσύ,
και το φιλάς,
και πάλι παίρνεις.

Και θαρρείς, πως ξεκόλλησε το δέρμα,
κι έμεινε όλο στα χείλη σου απάνω.

Το πήρες μαζί σου,
σουβενίρ,
από το μουσείο πόνου
που ειναι -πλέον- το κορμί μου.

Είχα αφήσει , μια χαραμάδα, να μπαίνει ζωή,
και την έκλεισες.

Όχι,
εγώ την μπάλωσα κι αυτή.

Εσύ απλά ,
πήρες.

Και, ξέρεις,
πιο πολύ δε πονάει που μου ξεκόλλησες το δέρμα,
δε πονάει το μάτωμα,
ούτε το μπάλωμα από το ατσάλι θα πονέσει,
κι ας τρέχει αίμα απ'τη φλέβα που ξεσκέπασες…

Πιο πολύ πονάει
που εσύ, θα συνεχίσεις να ζεις,
μ'ένα κομμάτι του λαιμού μου πάνω στα χείλια σου.

Και θα φιλάς άλλους λαιμούς,
και θα μπλεχτώ με πόνους άλλων,
και δε θα είμαι
ποτέ
πια
κάτι
το
μοναδικό.

Μόνο,
μια ασημένια πανοπλία
χωρίς άνθρωπο μέσα.


Black in Deep Red, 1957
Mark Rothko

loading