#ποιήματα

LIVE

- Όχι, δεν μ’ αγαπάς.

- Πως το ξέρετε;

- Αν η γνωριμία μας είχε και την παραμικρή σχέση με την αγάπη, δεν θα μιλούσαμε τώρα τόσην ώρα για αγάπη. Θα κάναμε αγάπη.

Με τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν παράφορα έτρεξε.

Δεν την κάλεσα πίσω. Πήρα κοντά μου το μπουκάλι και του κράτησα συντροφιά ως το τέλος. Άδειασα και το πακέτο με τα τσιγάρα.

Μενέλαος Λουντέμης

[Ακολουθεί το τελευταίο σημείωμα του Καρυωτάκη, διαβάστε με σύνεση]

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

Κ.Γ.Κ.

Αναμονη

Σε περιμενω.Μην ρωτας γιατι.Μην ρωτας γιατι περιμενει εκεινος που δεν εχει τι να περιμενει και ομως περιμενει.

Γιατι σαν να παψει να περιμενει ειναι σαν να παυει να βλεπει,σαν να παυει να κοιτα τον ουρανο,σαν να παυει να ελπιζει,σαν να παυει να ζει.

Αβασταχτο ειναι….Πικρο ειναι να σιμωνεις αργα στ’ακρογιαλι χωρις να εισαι ναυαγος ουτε σωτηρας παρα ναυαγιο.

—Μ.Λουντεμης

image


Απόσπασμα από το 13.12.43


Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε
Μες τις πολύβοες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες
Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας
Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν
Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκά πανιά που ανεμίζονται.
Ίσως δε μένει τίποτ’ άλλο παρά αυτό να θυμόμαστε.
Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο Γιατί,
Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης
Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου
και δεν προσμένω απάντηση
Κανείς δε θ’ αγγίζει την έκταση της στοργής
και της θλίψης μου.


Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται
Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει
Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.

image


Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν τσιγγάνος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα,
δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει..

Άρνηση

Ψιθύριζες τ'αντίο με φιλί.

Ζεστή ή θάλασσα .
Παγωμένο το αντίο.

Κι έτσι ,
όπως , φιλώντας με, αποχαιρετούσες,

Το κύμα στάθηκε ανάμεσα στα χείλη μας
βρέχοντας το αντίο.

Και τα ‘μπλεξε όλα.
Τα πλημμύρισε όλα.

Λέγοντάς μου αντίο,
χύθηκες όλος μέσα μου .

Θάλασσα έγινες
και κύμα σκοτεινό.

Ξανά.

Εσύ,
η αλμύρα σου
και τα μυστικά σου .

Ξανά.

Τα πάντα σου ,
αποχαιρετώντας με
μου φώναζαν να μείνω.

Να μείνω ,
Σ'εναν πνιγμό που δεν έχει τέλος.

Ξανά.

Εσύ,
το μαύρο κύμα.

Κι εγώ
μικρή Πανσέληνος
να σε κρυφοκοιτάζει καθώς ναυάγια καταπίνεις .

Μνήμες
φιλιά
και χάδια.

Ξανά.

Εγώ, ασημένια και μόνη
να σε βλέπω να βυθίζεσαι ,
να φεύγεις όλο πιο μακριά απ'τις ακτές που σου φωτίζω.

Να ναυαγείς ,
όλο και πιο βαθιά στα “όχι”.

Ξανά.

Εσύ ,
το βιαστικό το κύμα.

Κι εγώ,
φεγγάρι άνυδρο
να χαράζω
δρόμους
ασημένιους
στο φευγιό σου .

loading