#greek blogs

LIVE

Θα πενθώ πάντα -μ’ ακούς;-για σένα,

                            μόνος, στον Παράδεισο.

Ακούς;

Εγώ 
δε σε πενθώ 
σε Παραδείσους. 

Ακούς; 

Εγώ
δε θα πενθώ 
για ‘σένα και για ‘μένα 
σε Παραδείσους ή σε κήπους ανθιστούς. 

Για ‘σένα , 
πεθνώ 
στην Κόλαση, 
στον δρόμο για τη δουλειά, 
στα τσακισμένα πεζοδρόμια , 
στο άδειο μου κρεβάτι για ‘σένα πενθώ. 

Σε χάνω, σε κλαίω, σε θρηνώ
σε κάθε χτύπο , 
σε κάθε εκπνοή , 
σε κάθε άγγιγμα που άγγιγμα δεν είναι , 
σε κάθε τι που δεν είσαι εσύ. 

Ακούς; 

Πενθώ, 
για ‘σένα και για ‘μένα 
μέσα στο ίδιο μου το σώμα. 

Ήσυχα, βουβά, σιωπηλά. 
Όπως έκανα κι όταν σ’αγαπούσα. 

Ποια είναι η Κόλαση; 
Ποιος ο Παραδεισος; 

Και πού 
πάει μια αγάπη όταν καίγεται ; 

Ποιος θα κρατάει τις στάχτες; 
Ποιος θ’αφήσει στο μάρμαρο λουλούδια για ‘μας; 

Ποιος πενθεί 
και ποιος 
πικρά χαμογελάει 
για ‘σένα και για ‘μένα; 

Αυτό το κλάμα δεν έχει ήχο. 
Αυτός ο πόνος δεν έχει χρώμα. 
Αυτό το σώμα δεν έχει σάρκα. 

Ακούς ; 

Εσύ είσαι τυχερός ,
σε λίγο,
νερό
θα γίνεις.

Αλίμονο σε ‘μάς
που όσο κι αν σταθούμε μπροστά στον ήλιο ,

αδύνατον
να λιώσουμε .

Οι τοίχοι στενεύουν πολύ.
Ήταν πάντα έτσι;
Ήταν πάντα έτσι.

Μα τώρα,
είναι σαν να με κοιτάνε.
Είναι σαν, 
να μη με χωρούν.

Νιώθω πως περισσεύω μέσα στο σπίτι.
Είμαι περιττή, 
είμαι βάρος για τους τοίχους.

Κάποιες μέρες,
αλήθεια,
πιστεύω πως η απόσταση στα ντουβάρια μικραίνει. 

Κάθε που τους γυρνάω την πλάτη, εκείνα έρχονται ένα βήμα πιο κοντά μου.

Ήταν πάντα έτσι;
Ήταν πάντα έτσι.

Είναι μια Τετάρτη,
ακόμα μια Τετάρτη γεμάτη τοίχους.

Θέλω να βγω έξω,
κι ας φοβάμαι πως σαν γυρίσω σπίτι,
οι τοίχοι θα ‘χουν πλησιάσει τόσο ,
που δεν θα χωράω ανάμεσά τους.

Πρέπει να ζητήσω άδεια για να βγω έξω.
Πρέπει να ζητήσω άδεια για να πάρω μιαν ανάσα, 
για να περπατήσω, 
για να υπάρξω στον δρόμο,
για να υπάρξω στο γρασίδι,
για να δω τον ουρανό , χωρίς προστατευτικά κάγκελα,
για να νιώσω τον κρύο αέρα, ή για να με ζεστάνει ο ήλιος.

Πρέπει να ζητήσω άδεια για να υπάρχω έξω από τους τοίχους.

Καιπρέπει να βγω, γιατί όσο είμαι εδώ,
πονάει το σώμα μου.
Και πονάει το δέρμα μου, 
πονάνε τα πνευμόνια μου ,
πονάνε τα κόκαλά μου.

Ο λαιμός μου πονάει,
πονάνε τα μάτια μου,

τα χείλη μου,
τα δόντια μου,
η γλώσσα μου

πονάνε.

Όλα πονάνε,
κι εγώ μαζί τους.

‘Ενα σύνολο πόνου κι αγωνίας.

Ήταν πάντα έτσι;

Πονάνε τα χέρια μου ,
τα δάχτυλά μου,
και τα πόδια μου, πονάνε.

Ό,τι δε με φέρνει κοντά σου
πονάει.

Πονάει το κεφάλι μου , και το μυαλό μου.

Η καρδιά μου πονάει,
η καρδιά μου
πονάει

η καρδιά μου

    π

         ο

            ν

               ά

                   ε

                      ι

Η ύπαρξη πονάει.
Ήταν πάντα έτσι.
Μα πριν, 
ήταν επιτρεπτό
να πονάς και να υπάρχεις.

Τώρα,
χρειάζομαι άδεια για να πάρω μιαν ανάσα, 
για να περπατήσω, 
για να υπάρξω στον δρόμο,
για να υπάρξω στο γρασίδι,
για να δω τον ουρανό , χωρίς προστατευτικά κάγκελα,
για να νιώσω τον κρύο αέρα, ή για να με ζεστάνει ο ήλιος.

Και πιο πολύ απ’όλα
πονάει
που δεν σ’έχω εδώ
τα πρωινά, 
τα μεσημέρια 
και τα βράδια.

Να βάζεις πλάτη,
να στηρίζεις τα ντουβάρια,
να κρατάς τους τοίχους μακριά.

Πονάει το εδώχωρίςεσένα.

Και το μόνο καλό,
είναι πως η πάνινη μάσκα ,
απορροφά ,
-κάπως- 
τα δάκρυα.

Ξημέρωσε πάλι, μία από εκείνες τις μέρες που 
η ζωή σε κρατάει απ’τον λαιμό.

Με τα δυό της ατσαλένια χέρια.

Σε σφίγγει,
σε πνίγει,
τόσο, που το χρώμα του προσώπου σου μελανιάζει.

Τόσο,
που λες “αυτό ήταν” “ως εδώ” .

Τόσο,
πουσχεδόν την παρακαλάς να τελειώνει μαζί σου.

Είναι κι εκείνες οι στιγμές,
που η ζωή γίνεται πνιγμός.

Κι εσύ,
ασφυκτιάς,
κλαίς.

Πασχίζεις να πάρεις μιαν ανάσα.

Και πάνω που αφήνεσαι στο βύθισμα,
πάνω που το παίρνεις απόφαση…

Εκείνη, σε αφήνει.

Νιώθεις το ατσάλι να μαλακώνει,
να μεταμορφώνεται σε βελούδινο γάντι.

Κι από σκληρή πίεση ,
νιώθεις ένα ανεπαίσθητο χάδι.
Η ζωή πάνω σου πανάλαφρη.

Μια αίσθηση φροντίδας. 

Τότε είναι που, 
καταφέρνεις να την κοιτάξεις μέσα στα μάτια.

Κι εκείνη,
σου αποκρίνεται:

“Έλα βρε,
δεν τελειώσαμε ακόμα,
νάζια σου κάνω μόνο…”

Ματώματα.
Πόνοι.

Οι άνθρωποι κλαίνε.

Χέρια κομμένα -μόνα-.
Γόνατα σπασμένα.
Λαιμοί μελανιασμένοι.

Λυγίσματα.

Οι εραστές φέυγουν.
Τα κορίτσια είναι άσχημα.
Τα αγόρια φοβούνται.

Οι μάνες κατακρίνουν.
Οι πατεράδες λείπουν.
Οι φίλοι προδίδουν.

Μουσική.
Χορός.

Κόκκινο χρώμα.

Χαμόγελα.
Αίματα στα δόντια. 

Κλαίμε από τα γέλια.

Δυναμώστε τη μουσική,
αυτό είναι το καλύτερο πάρτυ της ζωής μας.

Και σε ρωτάω , κύριε.
Αυτή τη καρδιά, ποιος θα την σταματήσει;

Ε;

Που τρέχει ασταμάτητα να ‘ρθει τα βράδια να σε βρει.
Που ματώνει τα γόνατά της στα σκληρά πατώματα.
Που ασθμαίνει, και γερνάει, και πληγιάζει.

Αυτή τη καρδιά ποιος θα της πει να πάψει;

Που μπαίνει σαν μελτέμι μέσα στο μικρό μου σπίτι,
Και τα κάνει όλα συντρίμμι.

Που με τέτοια ορμή κλείνει τα παράθυρα, τις πόρτες.

Να μη μπορεί να μπει κανείς.
Κανείς έξω από ‘σένα.

Εσένα, που ‘χεις τα κλειδιά.  

Σε ρωτάω,
Αυτή τη καρδιά ποιος θα την ξεκουράσει;

Ποιος θα της πει πως -μάταια- τα ΄φαγε τα πόδια της στους δρόμους;
Ποιος θα της το πει, πως -μάταια- λυσσομανάει , μάταια κλειδώνει πόρτες, παραθύρια;

Σε ρωτάω , κύριε.
Αυτή τη καρδιά, ποιος θα την σταματήσει;



-Δονούσα, 
Ιούλιος 2020. 

Κάποιες φορές την νιώθω να μικραίνει, 
με κάθε χτύπο της, μικραίνει. 

Νιώθω ότι κάποιος μετράει αντίστροφα για ‘μένα, 
ότι ο χρόνος μου τελειώνει. 

Νιώθω, πως η καρδιά μου μικραίνει,
η καρδιά μου τελειώνει. 

Σε κάθε χτύπο, ένα μικρό τέλος. 
Κάθε χτύπος, είναι μια υπενθύμιση , 
ότι ποτέ, 
δε θα φτάσω εκεί που επιθυμώ. 

Υπενθύμιση, πως δεν πρέπει να επιθυμώ. 

Ο χρόνος μου τελειώνει, 
η καρδιά μου μικραίνει, 
εξαφανίζεται. 

Είμαιεγώ που το προκαλώ στον εαυτό μου. 
Εγώ που αναπνέω, 
εγώ που επιθυμώ. 

Πώς βάζεις τέλος στα όνειρα;
Πώς λες “φτάνει,ως εδώ, καλά ήταν και τόσο..”

Kάποιες φορές νιώθω ότι είναι κρίμα, 
αναρωτιέμαι, τι πήγε τόσο λάθος στην ζωή μου 
κι έχω συνηθίσει τόσο τον πόνο, 
που η πιθανή απουσία αυτού, μου γεννάει πανικούς. 

Πώς γίνεται κάποιος να συνηθίζει να πονά ;
Να δημιουργεί μέσα στον πόνο ένα σπιτικό ; 

Μια καρδιά, χτυπάει περίπου 108.000 φορές μέσα σε μια μέρα. 
Πολλές φορές, πολλοί χτύποι. 

Η δική μου καρδιά, μικραίνει σε κάθε χτύπο. 

Νιώθω ότι όταν έρθει το τέλος της, 
δε θα ‘χω προετοιμαστεί, 
κι ας κοιτώ το κάθε πρωινό σαν το τελευταίο. 

Είμαι το σαπισμένο φρούτο που επιμένει να κρέμεται απ’το κλαδί. 
Δεν εκπληρώνει κανέναν σκοπό, 
στέκεται μουχλιασμένο, 
χάνεται ανάμεσα στα υγιή φρούτα, 
μα δεν πέφτει. 

Κάποιες φορές νιώθω την καρδιά μου να μικραίνει, 
με κάθε χτύπο. 

Νιώθω ότι κάποιος μετράει αντίστροφα για ‘μένα, 
ο χρόνος τελειώνει . 

Η καρδιά μου μικραίνει, η καρδιά μου τελειώνει. 

Μα, 
ποιος είπε πως μικραίνει εκείνη , κι όχι εγώ ;

Μικραίνουμε κι οι δυο μας, 
κι εγώ κι εκείνη. 

Τα μεγέθη μας συγχρονίζονται, 
όπως οι αναπνοές, όπως οι χτύποι. 

Μαζί εξαφανιζόμαστε, 
μαζί. 

Κάποιος μετράει αντίστροφα, 
κανείς δεν συνηθίζει στον πόνο. 

Ίσως, συνηθίζουμε την “μη χαρά”, 
αλλά ποτέ τον πόνο. 

Όλα είναι λάθος, γεννημένο την σωστή στιγμή. 

Εδώ κι όχι εδώ. 
Πάνε χρόνια που δε βλέπω το είδωλό μου στον καθρέπτη. 

Τυραννία δεν είναι να παύεις λίγο-λίγο να υπάρχεις. 

Τυραννία είναι, 
να υπάρχεις όταν κανείς δε μπορεί να σε δει. 

Πρέπει να πλύνω τα πιάτα. 
Το πλυντήριο , το γαμημένο το πλυντήριο, έχει χαλάσει εδώ και τρεις μήνες, και δεν έχουμε μία στην άκρη για να το επισκευάσουμε. 
Πολλές φορές φαντάζομαι πως έχω την δύναμη να το σηκώσω με τα δυο μου χέρια, και να το πετάξω με φόρα απ΄το μπαλκόνι. 

Εκείνος, κάθεται στον καναπέ και πίνει τον καφέ του ζεστό, βλέπω που αχνίζει. 
Τι όμορφος που είναι. 

Μια στoίβα από πιάτα στον νεροχύτη, 
πενήντα ευρώ υπόλοιπο στον λογαριασμό . 

Ο μήνας έχει 14. 

Απρόθυμα σέρνω τα πόδια μου προς την κουζίνα. 

“Να σου πω!” μου λέει. 
“Τι ΄ναι;” τον ρωτάω. 
“Σ’αγαπάω.Πολύ.” λέει και πίνει άλλη μια γουλιά καφέ.

Μειδιώ, και συνεχίζω τα βήματα προς την κουζίνα. 

Γαμώτο, 
πόσο υπέροχη είναι η ζωή! 

Το πρώτο χτύπημα στην πλάτη που βίωσα ήταν την πρώτη στιγμή που έφτασα σε αυτή τη γη. Στην γέννα! Ο γιατρός, με χτύπησε στην πλάτη, για να κλάψω. Έπρεπε να καταφέρω να πάρω ανάσα και να κλάψω. Έτσι όλοι θα καταλάβαιναν πως όλα πήγαν καλά. 

Και πράγματι,
έκλαψα. Υπήρξα. 

Ήρθα σε αυτόν τον κόσμο κλαίγοντας, ασθμαίνοντας.
Όλα προκλήθηκαν από αυτό το χτύπημα του γιατρού στην πλάτη μου. Αχ! Ύπαρξη! 

Εντάξει, τώρα, αν θέλω να ερμηνεύσω όλο αυτό κάπως συμβολικά, κάπως χαζο-ποιητικά ας πούμε, θα πρεπε να αφιερώσω λίγους στίχους στο γεγονός ότι ο τρόπος να επικυρώσεις πως υπάρχεις και πως ήρθες εδώ είναι με το πρώτο κλάμα… και αν σκεφτούμε πόσο κλάμα ακολουθεί στην ζωή μας ίσως να πρεπε να γράψω ένα ξεχωριστό βιβλίο μόνο γι’αυτό.. και ίσως το κάνω, ποιος ξέρει, αλλά τώρα δε με ενδιαφέρει η ποίηση, θέλω απλά να πω αυτά τα λόγια. 

Χτύπημα στην πλάτη, ανάσα, λυγμός, παρουσία. 

Πάει αυτό.
Συνεχίζουμε και είμαι ήδη επτά ετών. Μια σταλιά ανθρωπάκι, χανόμουν στο πλήθος. Πάντα τελευταία στις παρελάσεις, ποτέ πρώτη στη σκηνή. Σχολικά έτη, μικροσκοπικά επίσης. 

Πρώτος έρωτας, πρώτο καρδιοχτύπι, κι αυτό μικρούλι,
αλλά υπήρξε και ακόμα το θυμάμαι… 

Μια σταλιά ανθρωπάκι, αλλά είχα κότσια. Τα συναισθήματά μου τα εξέφραζα με περίσσια περηφάνια, τους είχα εμπιστοσύνη. Κι έτσι πήγα σε εκείνο το αγόρι, που η μικρή καρδούλα διάλεξε, και του είπα τι και πώς. Το αγόρι έτρεξε μακριά μου. Ακόμα τον θυμάμαι να απομακρύνεται και να τον καταπίνει το προαύλιο. Κοίτα πάλι ήρθαν τα δάκρυα, και δε τα λες και μια σταλιά. 

Κι ήρθε τότε η δασκάλα, και με χτύπησε απαλά στην πλάτη, με παρακάλεσε να πάψω να κλαίω και να συγκεντρωθώ στην άσκηση μαθηματικών που είχα μπροστά μου. Ένα απαλό άγγιγμα, ένα χτυπηματάκι στην πλάτη. Κι έτσι, επανήλθα. 

Χτύπημα στην πλάτη, ανάσα, ρούφηγμα μύξας, παρουσία. 

Πάμε παρακάτω. 
Κάπως ξύπνησα και είμαι δεκαοκτώ ετών. Μια σταλιά, ακόμα μικροσκοπική. Δύσκολο να με θυμάσαι. Όλοι ξεχνούσαν εύκολα το όνομά μου, ίσως και την ύπαρξή μου. Πάλι υπήρχε ένα αγόρι, αλλά τώρα δεν του μίλησα. Τον άφησα να υπάρχει. Πανελλαδικές εξετάσεις και όλοι αγχωμένοι να καταφέρουν κάτι, συνήθως το όνειρο των γονιών τους, πωπω βάρος. Αλλά μη νομίζεις, κι εγώ πολύ βάρος είχα να σηκώσω, γιατί οι δικοί μου γονείς με άφησαν να επιλέξω τι θέλω… εκεί να δεις ευθύνη. 

Πρώτη ευθύνη, πρώτο βάρος, πρώτη κρίση πανικού. 
Όμως, τα κατάφερα και πέρασα σε μια σχολή. 

Εγώ , με το μικροσκοπικό σώμα, κάτι κατάφερα. Και θυμάμαι, είχα νιώσει χαρά. Αυτό το αίσθημα του να κατακτάς κάτι όλοδικό σου, και μόνο για σένα. Από τότε, επεδίωκα διαρκώς αυτό το συναίσθημα, σε ό,τι έκανα. 

Και βγαίνουν οι βάσεις και πας όλο χαρά να συζητήσεις με συμμαθητές , η χειρότερη φάρα, τα αποτελέσματα, κι εχεις ένα χαμόγελο χαραγμένο βαθιά και μιαν αυτοπεποίθηση εύθραστη, αλλά υπαρκτή . Αρχίζουν όλοι να μιλάνε για τα ιδιωτικά κολέγια στην Ελβετία, στην Ιταλία και το Λονδίνο όπου θα τους στείλουν οι γονείς τους, και κάπως το χαμόγελό σου ξεριζώνεται, και κάπως η αυτοπεποίθησή σου μικραίνει. Και τότε, έρχεται η πιο ξιπασμένη κοπέλα, εκείνη που ‘χε πάντα την πιο τσιριχτή φωνή και σου λέει “δε πειράζει μωρέ, κανείς δεν χάνεται” και σε χτυπάει απαλά στην πλάτη. 

Χτύπημα στην πλάτη, ανάσα, δεύτερη ανάσα, αποδοχή. 

Σήμερα. Φτάσαμε, καλώς ήρθαμε! 
Ανοίγεις τα μάτια, και βρίσκεσαι σε ένα ξένο δωμάτιο. Είσαι τριάντα ετών. Ντύνεσαι γρήγορα, και αποχαιρετάς σιωπηλά τον τύπο που κοιμάται . Εντάξει, δεν τον αποχαιρέτησες, απλά το “έσκασες” και έφυγες. Δε θα του ξανατηλεφωνήσεις και αυτόν ούτε που θα τον νοιάξει. 

Πρέπει να πας στο γραφείο. 
Μετρό, σπρώξιμο, ιδρώτας, πονοκέφαλος. 

Φτάνεις στο γραφείο. Σήμερα είναι η μέρα που θα μιλήσεις επιτέλους με το αφεντικό σου για εκείνη την αύξηση. Επιτέλους, δικαίωση, επιτέλους αναγνώριση. Και μπαίνει μέσα ο τυπάς με την γραβάτα, και κάθεται μπροστά σου σιωπηλός. Περιμένει να πεις κάτι ενώ εσύ ακούς το μυαλό σου να βουίζει. Λίγη σιωπή. 

Και ξεκινάει “ Λοιπόν, θα μπω στο ψητό, δεν υπάρχει περίπτωση γι’αυτό που συζητήσαμε , ίσως απ’του χρόνου, για την ώρα δεν θα υπάρξει κάποια αλλαγή, η απάντηση έρχεται από πάνω και είναι τελική, ευχαριστώ.” Και συ μένεις και κοιτάς, με το μυαλό να βουίζει, και με δυο αόρατα χέρια να σου γδέρνουν τον λαιμό. Δεν πήρες αύξηση, αλλά , ο τυπάς με την γραβάτα, πρωτού φύγει απ’το δωμάτιο, σε πλησίασε, και σε χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Πατ -πατ. 

Χτύπημα στην πλάτη, ανάσα, κλείσιμο πόρτας, αναστεναγμός. 

Όλη σου τη ζωή , δέχεσαι αυτά τα χτυπήματα στην πλάτη. Παγωμένη, σε χτυπάνε φιλικά στην πλάτη, όλοι όσοι σε πονάνε, όσοι σε απορρίπτουν, όσοι σε οικτίρουν και όσοι σε αδικούν. Είσαι τριάντα ετών, και δέχεσαι να σε χτυπάνε στην πλάτη. Και κάθε “φιλικό” χτύπημα, μοιάζει σαν μπουνιά. Σαν να χουν τα δάχτυλά τους μαχαίρια στις προεκτάσεις τους, βελόνες, πινέζες, γυαλιά σπασμένα, και όλα μαζί στα μπήγουν “φιλίκα” πάντα στην πλάτη. 

Φιλενάδα, δε ξέρω τι κάνεις λάθος, μα υποσχέσου μου ένα πράγμα.
Προστάτευε την πλάτη σου από τα αγγίγματα, τα χτυπήματα, τα χάδια , από όλα τα μεταμφιεσμένα με γελοιότητα ΟΧΙ που σου λένε κάνοντας αυτή την γελοία, απαίσια, αισχρή χειρονομία.  

Κι αν δε ξέρεις πώς να το καταφέρεις,
για την ώρα, προσπάθησε να στέκεσαι με την πλάτη στον τοίχο.

Σίγουρα αυτο είναι πιο εύκολο από το να πεις:
“Πονάω, υπάρχω, θέλω, όχι, γιατί, μη, κουράστηκα.”


Θεε μου,
φέρε μου όσες συμφορές αντέχω,
αλλά σε ικετεύω,
όχι άλλα χτυπήματα στην πλάτη!


Τα ποιήματά μου δεν είναι αέρινα. 
Τα ποιήματά μου δεν έχουν χρώματα. 

Δεν έχουν μυρωδιά τα ποιήματά μου. 
Δεν χαμογελάνε τα ποιήματά μου. 

Τα ποιήματά μου είναι τα πονήματά μου. 
Γεννημένα από την στείρα μήτρα μου . 

Ορφανό μου δημιούργημα. 

Τα ποιήματά μου δεν πετάνε. 
Δεν ουρανεύουν

Τα ποιήματά μου είναι σταθερά
κι έχουν τα πόδια καρφωμένα στη γη. 

Τα άκαμπτα πονήματά μου. 

Τους έχω περάσει μια θηλιά στον λαιμό. 
Και τα ‘χω παρατήσει στην άκρη ενός γκρεμού. 
Κι η θηλιά, έχει μια πέτρα στο τέλος της. 
Μια πέτρα - θύμηση. 

Μιαν υπενθύμιση. 

Καταδικασμένα σε θάνατο από την ίδια τους την μάνα, τα ποιήματά μου. 

Κοκαλιάρικα, 
άρρωστα και κουρασμένα. 
Λαχανιασμένα, ασθμαίνοντας παρακαλούν . 

Βυθισμένα στην λύπη τους και στην κακή την μοίρα. 

Λυπούνται. 
Για ‘κείνα και για μένα. 

Κι εγώ, τα αναγκάζω να βγουν μπροστά, 
λίγο πριν τα ρίξω στον γκρεμό. 

Τα αναγκάζω να εμφανιστούν ξανά σε σας, 
να σας δώσουν ό,τι έχουν. Ό,τι έχει απομείνει. 

Τα αναγκάζω να σας δειχτούν, να σας φανερωθούν.  

Τα καημένα μου πονήματα. 
Τα αρρωστιάρικά μου δημιουργήματα. 

Τα κοκαλιάρικα , λιμασμένα παιδιά μου . 

Έτσι όπως είναι, χωρίς κανένα γόητρο , καμιά ελπίδα να τα συντροφεύει. 

Τα πετάω μπροστά σας, 
για να χαρείτε. 

Να ενθουσιαστείτε. 

Ξέρω καλά πως 
όσο πιο -για λύπηση- είναι 
τόσο μεγαλύτερη η χαρά σας. 

Τώρα που έχω την προσοχή σας, 
σας λέω πως τα ποιήματά μου,
τα δημιούργησα για ‘σας απ’το πτώμα μου. 

Για να τραφείτε από τα νεκρά παιδιά μου. 

Τα ποιήματά μου, 
τα πονήματά μου, 

Σάρκα απ’την σάρκα μου.

 
Προς δική σας βρώση,
αιμοδιψείς μου, 
φίλοι. 

Θα πρέπει να με κυνηγάς. 
Κι εγώ θα ξεφεύγω. 
Θα σου ξεφεύγω. 
Θα 
       φεύγω. 

Κι εσύ, πάλι, θα πρέπει να τρέχεις. 
Ακούραστος. 
Να τρέχεις. Να με βρεις. 
Να με φτάσεις. 

Κι εσύ, 
ακούραστος, θα σκάβεις στο χώμα, 
θα παραμερίζεις βράχους 
για να με ξετρυπώσεις. 

Θα γλυστράω απ’τα δυο σου χέρια 
σαν σκιά. 

Θα ουρλιάζεις τ’όνομά μου. 
Ώσπου να γεμίζει το στόμα σου με αίμα. 

Θα 
      φεύγω. 

Σε κάθε βήμα μου, 
θα σε εκδικούμαι. 

Και θα πρέπει να με κυνηγάς. 
Και θα πρέπει να τρέχεις. 
Αιώνια. 

Ακούραστος. 

Κι εγώ,
φίδι, θα κρύβομαι ανάμεσα στις πέτρες και στα βράχια. 

Κι εσύ θα ικετεύεις 
για λίγο δηλητήριο. 

Θα ικετεύεις, 
θα τρέχεις, 
θα ουρλιάζεις.

Κι εγώ 
θα σου ξεφεύγω. 

Θα 
      φεύγω. 

Θα φεύγω, 
θα κρύβομαι. 

Θα τρέχεις,
θα ουρλιάζεις. 

Θα φεύγω, 
θα τρέχω. 

Θα τρέχεις.

Θα ουρλιάζω.
Θα ματώνεις. 

Θα φεύγω,
θα τους ξεφεύγω. 

Θα τρέχω
θα γυρνάω 
πίσω
σε 
σένα. 

Όλη μέρα πληκτρολογώ λέξεις.
Γράμμα-γράμμα. 
Κλικ και ξανά κλικ. 

Πονάει το σώμα μου.
Δυό χέρια με ‘χουν πιάσει απ’τον λαιμό,
με σφίγγουν και με κάνουν ό,τι θέλουν.

Παιχνιδάκι τους. 

Μόνος μου φόβος, μη καταλάβει κάτι η διευθύντριά μου.
Μου ρίχνει διερευνητικές ματιές,
μειδιάζει 
κι εγώ χαμογελάω πλατιά, 
σαν να ‘χω δυό αγκίστρια καρφωμένα στις άκρες των χειλιών μου. 

Γράμμα-γράμμα.
Κλίκ και ξανά κλικ. 

Περνάει η ζωή μου, 
γερνάω πάνω από ένα πληκτρολόγιο,
απαντώντας σε ερωτήσεις,
δίνοντας λύσεις σε ανύπαρκτα προβλήματα. 

Περνάει η ζώη μου,
κλίκ και ξανά κλικ. 

Με κυριεύει ένας καινούριος φόβος. 
Αξήγητος. 

Ξεροκαταπίνω. 

Η λευκή οθόνη, γκριζάρει… και σιγά-σιγά χάνεται.
Τα χέρια μου φεύγουν από το πληκτρολόγιο, 
πιάνω το κεφάλι μου, και αμέσως μετά τον λαιμό μου.

Αγγίζω τα δυο εκείνα χέρια-πνίχτες. 

Πιάνω σφιχτά τον λαιμό μου 
πιάνω σφιχτά τα χέρια εκείνα. 

Περνάει η ζωή μου, σκέφτομαι. 

Ζαλίζομαι. 
Ωραίος , αργός σίγουρος χαμός. 

Ο ήχος χάνεται. 

Φέρνω στον νου εκείνο το βράδυ, 
που μου έβαζες διλήμματα , 
μ’είχες ρωτήσει αν θα έχανα την όραση η την ακοή μου, σου ‘χα πει το δεύτερο. 

Πλάκα θα ‘χει… 

Το δωμάτιο γυρίζει, 
μόνος φόβος μη με καταλάβει η διευθύντριά μου.

Μη και πάρει πρέφα το φευγιό. 

Συγκεντρώνομαι, 
προσπαθώ να επαναφέρω τον εαυτό μου μέσα στην αίθουσα. 

Μάταιο.

Προσπαθώ να σηκωθώ απ’την καρέκλα, 

Πέφτω. 
Πέφτω στο πάτωμα

-Όχι! Πέφτω απ’τον πέμπτο όροφο- 

Προσγειώνομαι στην άσφαλτο. 

Σπάω σε χίλια κομμάτια, θρυμματίζομαι. 
Κρύσταλλο λεπτό, σκορπάω. 

Σπάω σε πολλές μικρότερες μορφές μου. 

Υδράργυρος γίνομαι,
δε μπορώ να ξανα ενωθώ. 

Σφίγγω τα μάτια, 
και τ’ανοίγω ξανά. 

Είμαι πάλι στην αίθουσα,
Σπασμένη,
διαιρεμένη σε δέκα,
σ’εκατό,
σε χίλια,
σε εκατομμύρια κομμάτια. 

Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
Περνάει η ζωή μου, σκέφτομαι.

Θα απαντήσω σε ακόμα ένα email. 
Θα ανησυχήσω για την πτώση αργότερα. 

Αύριο,
ίσως αύριο.

Όλη μέρα πληκτρολογώ λέξεις. 
Γράμμα-γράμμα. 
Κλίκ και ξανά κλικ. 

Βήτα. 
Όμικρον.
Ήτα. 
Θήτα.
Έψιλον.
Γιώτα.
Άλφα. 

Τα χέρια του στα μαλλιά μου.
Τα χέρια του στα μάτια μου.
Τα χέρια του στο στόμα μου. 
Τα χέρια του κάτω απ’την φούστα μου. 

Τα μαχαίρια του στα μαλλιά μου. 
Τα μαχαίρια του στα μάτια μου. 
Τα μαχαίρια του μέσα στο στόμα μου.
Τα μαχαίρια του κάτω απ’την φούστα μου. 

Κάτω απ’την φούστα μου,
ψάχνουν να βρουν, 
ψάχνουν να βρουν εμένα , 
κάτι από μένα . 

Τα χέρια του ανάμεσα στα πόδια μου, 
τα μαχαίρια του ανάμεσα στα πόδια μου. 

“Χαϊδεύεις ή γδέρνεις;
Γιατρεύεις ή πληγιάζεις;”

Φεγγάρια, αστέρια, σάλια κι αναστεναγμοί 
συντελούν 
στο 
αποψινό μας 
τέλος. 

“Χαϊδεύεις ή γδέρνεις;
Γιατρεύεις ή πληγιάζεις;”

Κοίτα με, 
κοίτα με,
κοίτα με. 

Τα μάτια του στα μαλλιά μου.
Τα μάτια του στα μάτια μου, 
τα μάτια μου στα μάτια του. 

“Μάτια μου,
γιατρεύεις ή γδέρνεις;”

Σεντόνια, ιδρώτας, αίμα και συγνώμες.
Πολλή πληροφορία στο μικρό μου δωμάτιο.

Απάλλαξέ με από τα ρούχα μου.
Απάλλαξέ με από την σάρκα μου.
Απάλλαξέ με από ‘μένα.
Απάλλαξέ με, 
άλλαξέ με. 

Ίδια μου μοιάζω. 
Ίδιος μου μοιάζεις. 

Τόσο αλλιώτικα και ίδια. 

Τα χείλη του στα μαλλιά μου. 
Τα χείλη του στα μάτια μου. 
Τα χείλη του στο στόμα μου. 
Τα χείλη του ανάμεσα στα πόδια μου. 

Εγώ κι αυτός. 
Και τα χέρια, 
τα μαχαίρια, 
τα μάτια 
και τα χείλη. 

Κι αυτό το Τέλος,
που έρχεται σαν νικητής. 

Κι αυτό το Τέλος, 
με τούτο το ηλίθιο χαμόγελο της γνώσης.

Αυτό το Τέλος,
ξέρει

ότι πάλι
πάλι 

τα χάδια έγδαραν,
τα λόγια πλήγωσαν,
τα μαχαίρια διαμέλισαν,
τα μάτια δεν είδαν 

τα φεγγάρια και τ’αστέρια απέτυχαν,
τα σεντόνια έγιναν σάβανα. 

Κι έμειναν τελικά,
τα σάλια,
το άιμα,
μια φουκαριάρα συγνώμη 
και ένα ηλίθιο αντίο 
να χύνεται ανάμεσα στα πόδια μου. 


loading