#λέξεις

LIVE
Στα λιμάνια σε ψάχνω, μυρίζω τη θάλασσα και σε βρίσκω με μιας. Ύστερα ανοίγω τα μάτια και η μορφή μεΣτα λιμάνια σε ψάχνω, μυρίζω τη θάλασσα και σε βρίσκω με μιας. Ύστερα ανοίγω τα μάτια και η μορφή με

Στα λιμάνια σε ψάχνω, μυρίζω τη θάλασσα και σε βρίσκω με μιας. Ύστερα ανοίγω τα μάτια και η μορφή με τη φωνή σου χάνονται στα βαθιά νερά…

-Βόλος, Δεκέμβρης 2017-


Post link

καλοψία

[ka-lop-se-a] Greek.

the delusion of things being more beautiful than they really are.

Σε βρήκα, μέσα σ’εκείνο το συρτάρι, ξεχασμένη. 
Χωμένη, σ’εκείνο το παλιό ημερολόγιο, γεμάτο με τις αναμνήσεις της εφηβικής ηλικίας. 

Σε βρήκα να κουρνιάζεις στην εσωτερική τσέπη του παλτού που είχα χρόνια να φορέσω. 

Ήσουν κρυμμένη σε μια βαθιά μου εκπνοή. 
Ήσουν κρυμμένη στην άκρη των χειλιών μου. 
Ήσουν κρυμμένη πίσω από τις βλεφαρίδες μου.

Ήσουν εδώ, όλον αυτόν τον καιρό. 

Σε βρήκα, μέσα σ’εκείνο το κουτί με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. 
Τυπωμένη σε μια φωτογραφία από σχολική γιορτή. 

Σε βρήκα να στριμώγνεσαι σ’εκείνο το εκδρομικό σακίδιο που είχα χρόνια να κρατήσω. 

Ήσουν κρυμμένη στον ήχο του αέρα. 
Ήσουν κρυμμένη στον μεσημεριανό ύπνο τον Άυγουστο. 
Ήσουν κρυμμένη στο θαλασσινό αλάτι. 

Ήσουν εδώ, όλον αυτόν τον καιρό. 

Σε βρήκα, μέσα στο βάζο με το γλυκό κουταλιού που έφτιαξε η μάνα μου. 
Σφινωμένη ανάμεσα σε δύο κόκκους ζάχαρης. 

Σε βρήκα να ρέεις μαζί με το δροσερό νερό που στάζει απ’τη βρύση . 

Ήσουν κρυμμένη ανάμεσα στα δάχτυλά μου. 
Ήσουν κρυμμένη ανάμεσα στα μαλλιά μου. 
Ήσουν κρυμμένη ανάμεσα στα κόκαλά μου. 

Ήσουν εδώ, όλον αυτόν τον καιρό. 

Σιωπηλή, περίμενες να σε κοιτάξω. 

Σιωπηλή, 
μα σίγουρη πως 
θα συναντηθούμε. 

Δεν κοίταζα σωστά , 
γιατί μόνο με τα μάτια κοιτούσα τον κόσμο. 

Δεν έψαχνα σωστά, 
γιατί μόνο στους άλλους έψαχνα να βρω την ευτυχία. 

Μα, εκείνη, 
μόνο όταν κλείσεις τα μάτια σου φανερώνεται, σε ό,τι έχεις καταφέρει. 
πλάι σε ό,τι έχεις ζήσει, στις παιδικές σου αναμνήσεις, στα πρώτα δάκρυα, στα πρώτα σου παθήματα. Στα πρώτα πονήματα. 

Είναι -τελικά- τόσο εύκολο να την βρεις, 
γιατί πρώτη εκείνη σε βρίσκει , 
και σου θυμίζει ,

ότι μια ζωή, 
στα δυό σου χέρια την κρατούσες. 

Το πρώτο χτύπημα στην πλάτη που βίωσα ήταν την πρώτη στιγμή που έφτασα σε αυτή τη γη. Στην γέννα! Ο γιατρός, με χτύπησε στην πλάτη, για να κλάψω. Έπρεπε να καταφέρω να πάρω ανάσα και να κλάψω. Έτσι όλοι θα καταλάβαιναν πως όλα πήγαν καλά. 

Και πράγματι,
έκλαψα. Υπήρξα. 

Ήρθα σε αυτόν τον κόσμο κλαίγοντας, ασθμαίνοντας.
Όλα προκλήθηκαν από αυτό το χτύπημα του γιατρού στην πλάτη μου. Αχ! Ύπαρξη! 

Εντάξει, τώρα, αν θέλω να ερμηνεύσω όλο αυτό κάπως συμβολικά, κάπως χαζο-ποιητικά ας πούμε, θα πρεπε να αφιερώσω λίγους στίχους στο γεγονός ότι ο τρόπος να επικυρώσεις πως υπάρχεις και πως ήρθες εδώ είναι με το πρώτο κλάμα… και αν σκεφτούμε πόσο κλάμα ακολουθεί στην ζωή μας ίσως να πρεπε να γράψω ένα ξεχωριστό βιβλίο μόνο γι’αυτό.. και ίσως το κάνω, ποιος ξέρει, αλλά τώρα δε με ενδιαφέρει η ποίηση, θέλω απλά να πω αυτά τα λόγια. 

Χτύπημα στην πλάτη, ανάσα, λυγμός, παρουσία. 

Πάει αυτό.
Συνεχίζουμε και είμαι ήδη επτά ετών. Μια σταλιά ανθρωπάκι, χανόμουν στο πλήθος. Πάντα τελευταία στις παρελάσεις, ποτέ πρώτη στη σκηνή. Σχολικά έτη, μικροσκοπικά επίσης. 

Πρώτος έρωτας, πρώτο καρδιοχτύπι, κι αυτό μικρούλι,
αλλά υπήρξε και ακόμα το θυμάμαι… 

Μια σταλιά ανθρωπάκι, αλλά είχα κότσια. Τα συναισθήματά μου τα εξέφραζα με περίσσια περηφάνια, τους είχα εμπιστοσύνη. Κι έτσι πήγα σε εκείνο το αγόρι, που η μικρή καρδούλα διάλεξε, και του είπα τι και πώς. Το αγόρι έτρεξε μακριά μου. Ακόμα τον θυμάμαι να απομακρύνεται και να τον καταπίνει το προαύλιο. Κοίτα πάλι ήρθαν τα δάκρυα, και δε τα λες και μια σταλιά. 

Κι ήρθε τότε η δασκάλα, και με χτύπησε απαλά στην πλάτη, με παρακάλεσε να πάψω να κλαίω και να συγκεντρωθώ στην άσκηση μαθηματικών που είχα μπροστά μου. Ένα απαλό άγγιγμα, ένα χτυπηματάκι στην πλάτη. Κι έτσι, επανήλθα. 

Χτύπημα στην πλάτη, ανάσα, ρούφηγμα μύξας, παρουσία. 

Πάμε παρακάτω. 
Κάπως ξύπνησα και είμαι δεκαοκτώ ετών. Μια σταλιά, ακόμα μικροσκοπική. Δύσκολο να με θυμάσαι. Όλοι ξεχνούσαν εύκολα το όνομά μου, ίσως και την ύπαρξή μου. Πάλι υπήρχε ένα αγόρι, αλλά τώρα δεν του μίλησα. Τον άφησα να υπάρχει. Πανελλαδικές εξετάσεις και όλοι αγχωμένοι να καταφέρουν κάτι, συνήθως το όνειρο των γονιών τους, πωπω βάρος. Αλλά μη νομίζεις, κι εγώ πολύ βάρος είχα να σηκώσω, γιατί οι δικοί μου γονείς με άφησαν να επιλέξω τι θέλω… εκεί να δεις ευθύνη. 

Πρώτη ευθύνη, πρώτο βάρος, πρώτη κρίση πανικού. 
Όμως, τα κατάφερα και πέρασα σε μια σχολή. 

Εγώ , με το μικροσκοπικό σώμα, κάτι κατάφερα. Και θυμάμαι, είχα νιώσει χαρά. Αυτό το αίσθημα του να κατακτάς κάτι όλοδικό σου, και μόνο για σένα. Από τότε, επεδίωκα διαρκώς αυτό το συναίσθημα, σε ό,τι έκανα. 

Και βγαίνουν οι βάσεις και πας όλο χαρά να συζητήσεις με συμμαθητές , η χειρότερη φάρα, τα αποτελέσματα, κι εχεις ένα χαμόγελο χαραγμένο βαθιά και μιαν αυτοπεποίθηση εύθραστη, αλλά υπαρκτή . Αρχίζουν όλοι να μιλάνε για τα ιδιωτικά κολέγια στην Ελβετία, στην Ιταλία και το Λονδίνο όπου θα τους στείλουν οι γονείς τους, και κάπως το χαμόγελό σου ξεριζώνεται, και κάπως η αυτοπεποίθησή σου μικραίνει. Και τότε, έρχεται η πιο ξιπασμένη κοπέλα, εκείνη που ‘χε πάντα την πιο τσιριχτή φωνή και σου λέει “δε πειράζει μωρέ, κανείς δεν χάνεται” και σε χτυπάει απαλά στην πλάτη. 

Χτύπημα στην πλάτη, ανάσα, δεύτερη ανάσα, αποδοχή. 

Σήμερα. Φτάσαμε, καλώς ήρθαμε! 
Ανοίγεις τα μάτια, και βρίσκεσαι σε ένα ξένο δωμάτιο. Είσαι τριάντα ετών. Ντύνεσαι γρήγορα, και αποχαιρετάς σιωπηλά τον τύπο που κοιμάται . Εντάξει, δεν τον αποχαιρέτησες, απλά το “έσκασες” και έφυγες. Δε θα του ξανατηλεφωνήσεις και αυτόν ούτε που θα τον νοιάξει. 

Πρέπει να πας στο γραφείο. 
Μετρό, σπρώξιμο, ιδρώτας, πονοκέφαλος. 

Φτάνεις στο γραφείο. Σήμερα είναι η μέρα που θα μιλήσεις επιτέλους με το αφεντικό σου για εκείνη την αύξηση. Επιτέλους, δικαίωση, επιτέλους αναγνώριση. Και μπαίνει μέσα ο τυπάς με την γραβάτα, και κάθεται μπροστά σου σιωπηλός. Περιμένει να πεις κάτι ενώ εσύ ακούς το μυαλό σου να βουίζει. Λίγη σιωπή. 

Και ξεκινάει “ Λοιπόν, θα μπω στο ψητό, δεν υπάρχει περίπτωση γι’αυτό που συζητήσαμε , ίσως απ’του χρόνου, για την ώρα δεν θα υπάρξει κάποια αλλαγή, η απάντηση έρχεται από πάνω και είναι τελική, ευχαριστώ.” Και συ μένεις και κοιτάς, με το μυαλό να βουίζει, και με δυο αόρατα χέρια να σου γδέρνουν τον λαιμό. Δεν πήρες αύξηση, αλλά , ο τυπάς με την γραβάτα, πρωτού φύγει απ’το δωμάτιο, σε πλησίασε, και σε χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Πατ -πατ. 

Χτύπημα στην πλάτη, ανάσα, κλείσιμο πόρτας, αναστεναγμός. 

Όλη σου τη ζωή , δέχεσαι αυτά τα χτυπήματα στην πλάτη. Παγωμένη, σε χτυπάνε φιλικά στην πλάτη, όλοι όσοι σε πονάνε, όσοι σε απορρίπτουν, όσοι σε οικτίρουν και όσοι σε αδικούν. Είσαι τριάντα ετών, και δέχεσαι να σε χτυπάνε στην πλάτη. Και κάθε “φιλικό” χτύπημα, μοιάζει σαν μπουνιά. Σαν να χουν τα δάχτυλά τους μαχαίρια στις προεκτάσεις τους, βελόνες, πινέζες, γυαλιά σπασμένα, και όλα μαζί στα μπήγουν “φιλίκα” πάντα στην πλάτη. 

Φιλενάδα, δε ξέρω τι κάνεις λάθος, μα υποσχέσου μου ένα πράγμα.
Προστάτευε την πλάτη σου από τα αγγίγματα, τα χτυπήματα, τα χάδια , από όλα τα μεταμφιεσμένα με γελοιότητα ΟΧΙ που σου λένε κάνοντας αυτή την γελοία, απαίσια, αισχρή χειρονομία.  

Κι αν δε ξέρεις πώς να το καταφέρεις,
για την ώρα, προσπάθησε να στέκεσαι με την πλάτη στον τοίχο.

Σίγουρα αυτο είναι πιο εύκολο από το να πεις:
“Πονάω, υπάρχω, θέλω, όχι, γιατί, μη, κουράστηκα.”


Θεε μου,
φέρε μου όσες συμφορές αντέχω,
αλλά σε ικετεύω,
όχι άλλα χτυπήματα στην πλάτη!


loading