#ποίηση

LIVE

Τι χαρά μου έφερε η εικόνα του χιονισμένου τοπίου το πρωί !
Όλα λευκά, ήσυχα.

Ύστερα,
κοίταξα
πώς πάλευε με το κρύο το νυχτολούλουδο που φύτεψα πέρσι το καλοκαίρι.

Το έβαλα στο παράθυρο , στο σαλόνι ,
για να “μπαίνει” τα καλοκαιρινά βράδια η μυρωδιά …

Έπρεπε να δεις, πόσο πάλευε ν’αντέξει τον χιονιά!

Εκείνο είναι για τις νύχτες του Αυγούστου ,
εκείνο, είναι για τα ζεστά μεσημέρια.

Είναι για να μας χαρίζει τις ανάσες του τις νύχτες.
Είναι για εκείνες τις νύχτες, που έρχεσαι να με δεις…

για εκείνες τις νύχτες που ερχόσουν …

Το νυχτολούλουδό μου,
που το φύτεψα για τα καλοκαίρια που έρχεσαι,
σήμερα δίνει μάχη με τον χιονιά.

Τα παιδιά παίζουν ακόμα στο χιόνι ,
και τα ηχηρά τους γέλια με επαναφέρουν στον Φλεβάρη…

Η χαρά των παιδιών, με παγώνει κι εμένα σαν το νυχτολούλουδο.

Τόση λευκή χαρά εκεί έξω.
Μα μέσα στο σπίτι, το κρύο με σκίζει στα δύο.

Ένα φυτό παλεύει με το κρύο,
και σου κόβεται η χαρά, μαχαίρι.

Εσύ είσαι τυχερός ,
σε λίγο,
νερό
θα γίνεις.

Αλίμονο σε ‘μάς
που όσο κι αν σταθούμε μπροστά στον ήλιο ,

αδύνατον
να λιώσουμε .

Σε βρήκα, μέσα σ’εκείνο το συρτάρι, ξεχασμένη. 
Χωμένη, σ’εκείνο το παλιό ημερολόγιο, γεμάτο με τις αναμνήσεις της εφηβικής ηλικίας. 

Σε βρήκα να κουρνιάζεις στην εσωτερική τσέπη του παλτού που είχα χρόνια να φορέσω. 

Ήσουν κρυμμένη σε μια βαθιά μου εκπνοή. 
Ήσουν κρυμμένη στην άκρη των χειλιών μου. 
Ήσουν κρυμμένη πίσω από τις βλεφαρίδες μου.

Ήσουν εδώ, όλον αυτόν τον καιρό. 

Σε βρήκα, μέσα σ’εκείνο το κουτί με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. 
Τυπωμένη σε μια φωτογραφία από σχολική γιορτή. 

Σε βρήκα να στριμώγνεσαι σ’εκείνο το εκδρομικό σακίδιο που είχα χρόνια να κρατήσω. 

Ήσουν κρυμμένη στον ήχο του αέρα. 
Ήσουν κρυμμένη στον μεσημεριανό ύπνο τον Άυγουστο. 
Ήσουν κρυμμένη στο θαλασσινό αλάτι. 

Ήσουν εδώ, όλον αυτόν τον καιρό. 

Σε βρήκα, μέσα στο βάζο με το γλυκό κουταλιού που έφτιαξε η μάνα μου. 
Σφινωμένη ανάμεσα σε δύο κόκκους ζάχαρης. 

Σε βρήκα να ρέεις μαζί με το δροσερό νερό που στάζει απ’τη βρύση . 

Ήσουν κρυμμένη ανάμεσα στα δάχτυλά μου. 
Ήσουν κρυμμένη ανάμεσα στα μαλλιά μου. 
Ήσουν κρυμμένη ανάμεσα στα κόκαλά μου. 

Ήσουν εδώ, όλον αυτόν τον καιρό. 

Σιωπηλή, περίμενες να σε κοιτάξω. 

Σιωπηλή, 
μα σίγουρη πως 
θα συναντηθούμε. 

Δεν κοίταζα σωστά , 
γιατί μόνο με τα μάτια κοιτούσα τον κόσμο. 

Δεν έψαχνα σωστά, 
γιατί μόνο στους άλλους έψαχνα να βρω την ευτυχία. 

Μα, εκείνη, 
μόνο όταν κλείσεις τα μάτια σου φανερώνεται, σε ό,τι έχεις καταφέρει. 
πλάι σε ό,τι έχεις ζήσει, στις παιδικές σου αναμνήσεις, στα πρώτα δάκρυα, στα πρώτα σου παθήματα. Στα πρώτα πονήματα. 

Είναι -τελικά- τόσο εύκολο να την βρεις, 
γιατί πρώτη εκείνη σε βρίσκει , 
και σου θυμίζει ,

ότι μια ζωή, 
στα δυό σου χέρια την κρατούσες. 

Ξημέρωσε πάλι, μία από εκείνες τις μέρες που 
η ζωή σε κρατάει απ’τον λαιμό.

Με τα δυό της ατσαλένια χέρια.

Σε σφίγγει,
σε πνίγει,
τόσο, που το χρώμα του προσώπου σου μελανιάζει.

Τόσο,
που λες “αυτό ήταν” “ως εδώ” .

Τόσο,
πουσχεδόν την παρακαλάς να τελειώνει μαζί σου.

Είναι κι εκείνες οι στιγμές,
που η ζωή γίνεται πνιγμός.

Κι εσύ,
ασφυκτιάς,
κλαίς.

Πασχίζεις να πάρεις μιαν ανάσα.

Και πάνω που αφήνεσαι στο βύθισμα,
πάνω που το παίρνεις απόφαση…

Εκείνη, σε αφήνει.

Νιώθεις το ατσάλι να μαλακώνει,
να μεταμορφώνεται σε βελούδινο γάντι.

Κι από σκληρή πίεση ,
νιώθεις ένα ανεπαίσθητο χάδι.
Η ζωή πάνω σου πανάλαφρη.

Μια αίσθηση φροντίδας. 

Τότε είναι που, 
καταφέρνεις να την κοιτάξεις μέσα στα μάτια.

Κι εκείνη,
σου αποκρίνεται:

“Έλα βρε,
δεν τελειώσαμε ακόμα,
νάζια σου κάνω μόνο…”

Ματώματα.
Πόνοι.

Οι άνθρωποι κλαίνε.

Χέρια κομμένα -μόνα-.
Γόνατα σπασμένα.
Λαιμοί μελανιασμένοι.

Λυγίσματα.

Οι εραστές φέυγουν.
Τα κορίτσια είναι άσχημα.
Τα αγόρια φοβούνται.

Οι μάνες κατακρίνουν.
Οι πατεράδες λείπουν.
Οι φίλοι προδίδουν.

Μουσική.
Χορός.

Κόκκινο χρώμα.

Χαμόγελα.
Αίματα στα δόντια. 

Κλαίμε από τα γέλια.

Δυναμώστε τη μουσική,
αυτό είναι το καλύτερο πάρτυ της ζωής μας.

Πουλάνε τύχη, 
κι όμως, 

μοιάζουντόσοάτυχοι. 

Σκόρπιες λέξεις για τον Bukowski, το έλκος , τη μοναξιά και τα σπουργίτια. Γνώρισα τον Charles Bukow

Σκόρπιες λέξεις για τον Bukowski, το έλκος , τη μοναξιά και τα σπουργίτια. 

Γνώρισα τον Charles Bukowski σε μια πολύ περίεργη κι έντονη φάση της ζωής μου. Συναντηθήκαμε όταν τον είχα πολύ ανάγκη. Τότε, περνούσα μια περιπέτεια υγείας, όπως πάντα, ο κίνδυνος μου φέρθηκε με καλοσύνη… με προσπέρασε ξυστά. Έχοντας έλκος στομάχου, περνούσα τα βράδια μου διαβάζοντας Bukowski. Ένιωθα πως κάποιος έχει πονέσει όπως εγώ. Κάποιος έχει υπάρξει το ίδιο μόνος. -Πολλοί έχουν υπάρξει μόνοι, η μοναξιά δεν είναι δα και κάτι το ξεχωριστό, μα μονάχα ένας έγραψε γι’αυτό με αυτόν τον τρόπο-. 

Θυμάμαι να κάνω εμετό με αίμα. Να χτυπάει η καρδιά μου τόσο που να την αισθάνομαι στην πλάτη. Να την νιώθω να κρύβεται πίσω-πίσω στο εσωτερικό μου. Θυμάμαι ακόμα τον ιδρώτα να τρέχει στον λαιμό μου, και την αγωνία μου για το αν θα πρέπει να συνηθίσω τελικά να ζω έτσι. Δε με τρόμαζε τόσο ο πόνος, μα η σκέψη ότι θα πρέπει να τον συνηθίσω.

Τα βιβλία του , οι λέξεις του, μου κράτησαν συντροφιά. Και κουράγιο. 
Διάβασα σχεδόν όλα του τα γραπτά. Όλα του τα κείμενα. Πολλά τα θυμάμαι απ’έξω και μπορώ να στα πω. Έχουν χαραχτεί μέσα μου. Με έχουν διαμορφώσει. 

Το έλκος γιατρεύτηκε. 
Ο πόνος έφυγε. 

Η μοναξιά έμεινε. Το ίδιο κι οι σελίδες . 

Διαβάζω τώρα, χρόνια μετά, τα ίδια γραπτά. Τα ίδια ποιήματα που μου κρατούσαν το χέρι τις νύχτες που δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ταξιδεύω πίσω στον χρόνο, μα η σκέψη δεν επικεντρώνεται στους παλιούς πόνους. Θυμάμαι την ασφάλεια που ένιωθα διαβάζοντάς τον. 

Όποτε ξαναδιαβάζω τις λέξεις του, νιώθω σαν να βρίσκομαι σπίτι. 
Σαν να αγκαλιάζω έναν παλιό αγαπημένο. 

Η ποίηση, ήταν και θα είναι καταφύγιο. 
Αγκαλιά. Χάδι στα μαλλιά. 
Αλήθεια. 

Και πολλές φορές, ένα πονηρό κλείσιμο ματιού όταν νιώθεις ότι δεν αντέχεις άλλο. 

Μας πρόσφερες όσα ένας σπουργίτης… 





Post link

Κάποιες φορές την νιώθω να μικραίνει, 
με κάθε χτύπο της, μικραίνει. 

Νιώθω ότι κάποιος μετράει αντίστροφα για ‘μένα, 
ότι ο χρόνος μου τελειώνει. 

Νιώθω, πως η καρδιά μου μικραίνει,
η καρδιά μου τελειώνει. 

Σε κάθε χτύπο, ένα μικρό τέλος. 
Κάθε χτύπος, είναι μια υπενθύμιση , 
ότι ποτέ, 
δε θα φτάσω εκεί που επιθυμώ. 

Υπενθύμιση, πως δεν πρέπει να επιθυμώ. 

Ο χρόνος μου τελειώνει, 
η καρδιά μου μικραίνει, 
εξαφανίζεται. 

Είμαιεγώ που το προκαλώ στον εαυτό μου. 
Εγώ που αναπνέω, 
εγώ που επιθυμώ. 

Πώς βάζεις τέλος στα όνειρα;
Πώς λες “φτάνει,ως εδώ, καλά ήταν και τόσο..”

Kάποιες φορές νιώθω ότι είναι κρίμα, 
αναρωτιέμαι, τι πήγε τόσο λάθος στην ζωή μου 
κι έχω συνηθίσει τόσο τον πόνο, 
που η πιθανή απουσία αυτού, μου γεννάει πανικούς. 

Πώς γίνεται κάποιος να συνηθίζει να πονά ;
Να δημιουργεί μέσα στον πόνο ένα σπιτικό ; 

Μια καρδιά, χτυπάει περίπου 108.000 φορές μέσα σε μια μέρα. 
Πολλές φορές, πολλοί χτύποι. 

Η δική μου καρδιά, μικραίνει σε κάθε χτύπο. 

Νιώθω ότι όταν έρθει το τέλος της, 
δε θα ‘χω προετοιμαστεί, 
κι ας κοιτώ το κάθε πρωινό σαν το τελευταίο. 

Είμαι το σαπισμένο φρούτο που επιμένει να κρέμεται απ’το κλαδί. 
Δεν εκπληρώνει κανέναν σκοπό, 
στέκεται μουχλιασμένο, 
χάνεται ανάμεσα στα υγιή φρούτα, 
μα δεν πέφτει. 

Κάποιες φορές νιώθω την καρδιά μου να μικραίνει, 
με κάθε χτύπο. 

Νιώθω ότι κάποιος μετράει αντίστροφα για ‘μένα, 
ο χρόνος τελειώνει . 

Η καρδιά μου μικραίνει, η καρδιά μου τελειώνει. 

Μα, 
ποιος είπε πως μικραίνει εκείνη , κι όχι εγώ ;

Μικραίνουμε κι οι δυο μας, 
κι εγώ κι εκείνη. 

Τα μεγέθη μας συγχρονίζονται, 
όπως οι αναπνοές, όπως οι χτύποι. 

Μαζί εξαφανιζόμαστε, 
μαζί. 

Κάποιος μετράει αντίστροφα, 
κανείς δεν συνηθίζει στον πόνο. 

Ίσως, συνηθίζουμε την “μη χαρά”, 
αλλά ποτέ τον πόνο. 

Όλα είναι λάθος, γεννημένο την σωστή στιγμή. 

Εδώ κι όχι εδώ. 
Πάνε χρόνια που δε βλέπω το είδωλό μου στον καθρέπτη. 

Τυραννία δεν είναι να παύεις λίγο-λίγο να υπάρχεις. 

Τυραννία είναι, 
να υπάρχεις όταν κανείς δε μπορεί να σε δει. 

Πρέπει να πλύνω τα πιάτα. 
Το πλυντήριο , το γαμημένο το πλυντήριο, έχει χαλάσει εδώ και τρεις μήνες, και δεν έχουμε μία στην άκρη για να το επισκευάσουμε. 
Πολλές φορές φαντάζομαι πως έχω την δύναμη να το σηκώσω με τα δυο μου χέρια, και να το πετάξω με φόρα απ΄το μπαλκόνι. 

Εκείνος, κάθεται στον καναπέ και πίνει τον καφέ του ζεστό, βλέπω που αχνίζει. 
Τι όμορφος που είναι. 

Μια στoίβα από πιάτα στον νεροχύτη, 
πενήντα ευρώ υπόλοιπο στον λογαριασμό . 

Ο μήνας έχει 14. 

Απρόθυμα σέρνω τα πόδια μου προς την κουζίνα. 

“Να σου πω!” μου λέει. 
“Τι ΄ναι;” τον ρωτάω. 
“Σ’αγαπάω.Πολύ.” λέει και πίνει άλλη μια γουλιά καφέ.

Μειδιώ, και συνεχίζω τα βήματα προς την κουζίνα. 

Γαμώτο, 
πόσο υπέροχη είναι η ζωή! 

Το πρώτο χτύπημα στην πλάτη που βίωσα ήταν την πρώτη στιγμή που έφτασα σε αυτή τη γη. Στην γέννα! Ο γιατρός, με χτύπησε στην πλάτη, για να κλάψω. Έπρεπε να καταφέρω να πάρω ανάσα και να κλάψω. Έτσι όλοι θα καταλάβαιναν πως όλα πήγαν καλά. 

Και πράγματι,
έκλαψα. Υπήρξα. 

Ήρθα σε αυτόν τον κόσμο κλαίγοντας, ασθμαίνοντας.
Όλα προκλήθηκαν από αυτό το χτύπημα του γιατρού στην πλάτη μου. Αχ! Ύπαρξη! 

Εντάξει, τώρα, αν θέλω να ερμηνεύσω όλο αυτό κάπως συμβολικά, κάπως χαζο-ποιητικά ας πούμε, θα πρεπε να αφιερώσω λίγους στίχους στο γεγονός ότι ο τρόπος να επικυρώσεις πως υπάρχεις και πως ήρθες εδώ είναι με το πρώτο κλάμα… και αν σκεφτούμε πόσο κλάμα ακολουθεί στην ζωή μας ίσως να πρεπε να γράψω ένα ξεχωριστό βιβλίο μόνο γι’αυτό.. και ίσως το κάνω, ποιος ξέρει, αλλά τώρα δε με ενδιαφέρει η ποίηση, θέλω απλά να πω αυτά τα λόγια. 

Χτύπημα στην πλάτη, ανάσα, λυγμός, παρουσία. 

Πάει αυτό.
Συνεχίζουμε και είμαι ήδη επτά ετών. Μια σταλιά ανθρωπάκι, χανόμουν στο πλήθος. Πάντα τελευταία στις παρελάσεις, ποτέ πρώτη στη σκηνή. Σχολικά έτη, μικροσκοπικά επίσης. 

Πρώτος έρωτας, πρώτο καρδιοχτύπι, κι αυτό μικρούλι,
αλλά υπήρξε και ακόμα το θυμάμαι… 

Μια σταλιά ανθρωπάκι, αλλά είχα κότσια. Τα συναισθήματά μου τα εξέφραζα με περίσσια περηφάνια, τους είχα εμπιστοσύνη. Κι έτσι πήγα σε εκείνο το αγόρι, που η μικρή καρδούλα διάλεξε, και του είπα τι και πώς. Το αγόρι έτρεξε μακριά μου. Ακόμα τον θυμάμαι να απομακρύνεται και να τον καταπίνει το προαύλιο. Κοίτα πάλι ήρθαν τα δάκρυα, και δε τα λες και μια σταλιά. 

Κι ήρθε τότε η δασκάλα, και με χτύπησε απαλά στην πλάτη, με παρακάλεσε να πάψω να κλαίω και να συγκεντρωθώ στην άσκηση μαθηματικών που είχα μπροστά μου. Ένα απαλό άγγιγμα, ένα χτυπηματάκι στην πλάτη. Κι έτσι, επανήλθα. 

Χτύπημα στην πλάτη, ανάσα, ρούφηγμα μύξας, παρουσία. 

Πάμε παρακάτω. 
Κάπως ξύπνησα και είμαι δεκαοκτώ ετών. Μια σταλιά, ακόμα μικροσκοπική. Δύσκολο να με θυμάσαι. Όλοι ξεχνούσαν εύκολα το όνομά μου, ίσως και την ύπαρξή μου. Πάλι υπήρχε ένα αγόρι, αλλά τώρα δεν του μίλησα. Τον άφησα να υπάρχει. Πανελλαδικές εξετάσεις και όλοι αγχωμένοι να καταφέρουν κάτι, συνήθως το όνειρο των γονιών τους, πωπω βάρος. Αλλά μη νομίζεις, κι εγώ πολύ βάρος είχα να σηκώσω, γιατί οι δικοί μου γονείς με άφησαν να επιλέξω τι θέλω… εκεί να δεις ευθύνη. 

Πρώτη ευθύνη, πρώτο βάρος, πρώτη κρίση πανικού. 
Όμως, τα κατάφερα και πέρασα σε μια σχολή. 

Εγώ , με το μικροσκοπικό σώμα, κάτι κατάφερα. Και θυμάμαι, είχα νιώσει χαρά. Αυτό το αίσθημα του να κατακτάς κάτι όλοδικό σου, και μόνο για σένα. Από τότε, επεδίωκα διαρκώς αυτό το συναίσθημα, σε ό,τι έκανα. 

Και βγαίνουν οι βάσεις και πας όλο χαρά να συζητήσεις με συμμαθητές , η χειρότερη φάρα, τα αποτελέσματα, κι εχεις ένα χαμόγελο χαραγμένο βαθιά και μιαν αυτοπεποίθηση εύθραστη, αλλά υπαρκτή . Αρχίζουν όλοι να μιλάνε για τα ιδιωτικά κολέγια στην Ελβετία, στην Ιταλία και το Λονδίνο όπου θα τους στείλουν οι γονείς τους, και κάπως το χαμόγελό σου ξεριζώνεται, και κάπως η αυτοπεποίθησή σου μικραίνει. Και τότε, έρχεται η πιο ξιπασμένη κοπέλα, εκείνη που ‘χε πάντα την πιο τσιριχτή φωνή και σου λέει “δε πειράζει μωρέ, κανείς δεν χάνεται” και σε χτυπάει απαλά στην πλάτη. 

Χτύπημα στην πλάτη, ανάσα, δεύτερη ανάσα, αποδοχή. 

Σήμερα. Φτάσαμε, καλώς ήρθαμε! 
Ανοίγεις τα μάτια, και βρίσκεσαι σε ένα ξένο δωμάτιο. Είσαι τριάντα ετών. Ντύνεσαι γρήγορα, και αποχαιρετάς σιωπηλά τον τύπο που κοιμάται . Εντάξει, δεν τον αποχαιρέτησες, απλά το “έσκασες” και έφυγες. Δε θα του ξανατηλεφωνήσεις και αυτόν ούτε που θα τον νοιάξει. 

Πρέπει να πας στο γραφείο. 
Μετρό, σπρώξιμο, ιδρώτας, πονοκέφαλος. 

Φτάνεις στο γραφείο. Σήμερα είναι η μέρα που θα μιλήσεις επιτέλους με το αφεντικό σου για εκείνη την αύξηση. Επιτέλους, δικαίωση, επιτέλους αναγνώριση. Και μπαίνει μέσα ο τυπάς με την γραβάτα, και κάθεται μπροστά σου σιωπηλός. Περιμένει να πεις κάτι ενώ εσύ ακούς το μυαλό σου να βουίζει. Λίγη σιωπή. 

Και ξεκινάει “ Λοιπόν, θα μπω στο ψητό, δεν υπάρχει περίπτωση γι’αυτό που συζητήσαμε , ίσως απ’του χρόνου, για την ώρα δεν θα υπάρξει κάποια αλλαγή, η απάντηση έρχεται από πάνω και είναι τελική, ευχαριστώ.” Και συ μένεις και κοιτάς, με το μυαλό να βουίζει, και με δυο αόρατα χέρια να σου γδέρνουν τον λαιμό. Δεν πήρες αύξηση, αλλά , ο τυπάς με την γραβάτα, πρωτού φύγει απ’το δωμάτιο, σε πλησίασε, και σε χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Πατ -πατ. 

Χτύπημα στην πλάτη, ανάσα, κλείσιμο πόρτας, αναστεναγμός. 

Όλη σου τη ζωή , δέχεσαι αυτά τα χτυπήματα στην πλάτη. Παγωμένη, σε χτυπάνε φιλικά στην πλάτη, όλοι όσοι σε πονάνε, όσοι σε απορρίπτουν, όσοι σε οικτίρουν και όσοι σε αδικούν. Είσαι τριάντα ετών, και δέχεσαι να σε χτυπάνε στην πλάτη. Και κάθε “φιλικό” χτύπημα, μοιάζει σαν μπουνιά. Σαν να χουν τα δάχτυλά τους μαχαίρια στις προεκτάσεις τους, βελόνες, πινέζες, γυαλιά σπασμένα, και όλα μαζί στα μπήγουν “φιλίκα” πάντα στην πλάτη. 

Φιλενάδα, δε ξέρω τι κάνεις λάθος, μα υποσχέσου μου ένα πράγμα.
Προστάτευε την πλάτη σου από τα αγγίγματα, τα χτυπήματα, τα χάδια , από όλα τα μεταμφιεσμένα με γελοιότητα ΟΧΙ που σου λένε κάνοντας αυτή την γελοία, απαίσια, αισχρή χειρονομία.  

Κι αν δε ξέρεις πώς να το καταφέρεις,
για την ώρα, προσπάθησε να στέκεσαι με την πλάτη στον τοίχο.

Σίγουρα αυτο είναι πιο εύκολο από το να πεις:
“Πονάω, υπάρχω, θέλω, όχι, γιατί, μη, κουράστηκα.”


Θεε μου,
φέρε μου όσες συμφορές αντέχω,
αλλά σε ικετεύω,
όχι άλλα χτυπήματα στην πλάτη!


Τόσα χρόνια με τον πόνο καρφωμένο στο στήθος μου.
Η νύχτα, στο νησί.

Ανάσα, 
αύρα θαλασσινή και κρύος αέρας.

Κοιτάζω τον ουρανό , ολάστερο, να υπόσχεται ένα καλύτερο αύριο.
Και λίγο, ο πόνος ηρεμεί, και ο αέρας γλυκαίνει.

Και υπάρχουν χέρια 

και μια θάλασσα ματιών
και εκατό κορμιά
και χιλιάδες γερά πόδια.

Υπάρχουν χέρια που θέλουν να αγγίξουν.

Υπάρχουν μάτια που θέλουν να συναντηθούν με άλλα μάτια. 
Υπάρχουν εκατό κορμιά που θέλουν να αγκαλιαστούν. 
Υπάρχουν πόδια γερά, που θέλουν να περπατήσουν πλάι σε άλλα πόδια. 

Χέρια που θα χαϊδέψουν .
Μάτια που θα κοιτάξουν.
Κορμιά που θα ‘μπουν σε κορμιά.
Πόδια έτοιμα για να έρθουν κοντά σου.

Μα, 
είναι η νύχτα στο νησι αδίστακτη.

Αποφασίζει , 
απ’όλα τα χέρια, να μου φέρει τα δικά σου.
Απ’όλα τα λαμπερά μάτια, να δω τα δικά σου .
Απ’όλα τα κορμιά, να συναντώ το δικό σου.
Απ’όλα τα πόδια, να σκοντάψω πάνω στα δικά σου.

Κι είναι όλα δικά σου και δικά μου.

Τα δικά μου χέρια σου.
Τα δικά μου δυο σου μάτια.
Το δικό μου δικό σου κορμί.
Τα δικά μου δυο σου πόδια.

Κι είσαι εσύ, κι εγώ είμαι απλά εγώ με αρκετό εσύ μέσα μου.
Κι είναι η νύχτα, 
κι είναι η νύχτα στο νησί .

Και όλα τα χέρια, τα μάτια, τα σώματα και τα πόδια του κόσμου,
γίνονται αδιάφορες πιθανότητες.

Και πώς να ασχοληθείς με πιθανότητες,

όταν αντικρίζεις το εγώ σου μέσα στο εγώ του! 


Μπλέξε τα χέρια σου με τα χέρια μου.
Κοίτα με τα μάτια σου τα μάτια μου.
Αγκάλιασε τώρα το δικό μου κορμί, έτσι που δικό μου πια να μην είναι.
Τρέξε με τα δυο γερά σου πόδια κοντά μου.

Κι ούτε δικό μου, ούτε δικό σου.
Κι ούτε η νύχτα, ούτε το νησί.

Μονάχα δυο εγώ, που κάνουν ένα.

Μονάχα εγώ,

κι εσύ.

Τα ποιήματά μου δεν είναι αέρινα. 
Τα ποιήματά μου δεν έχουν χρώματα. 

Δεν έχουν μυρωδιά τα ποιήματά μου. 
Δεν χαμογελάνε τα ποιήματά μου. 

Τα ποιήματά μου είναι τα πονήματά μου. 
Γεννημένα από την στείρα μήτρα μου . 

Ορφανό μου δημιούργημα. 

Τα ποιήματά μου δεν πετάνε. 
Δεν ουρανεύουν

Τα ποιήματά μου είναι σταθερά
κι έχουν τα πόδια καρφωμένα στη γη. 

Τα άκαμπτα πονήματά μου. 

Τους έχω περάσει μια θηλιά στον λαιμό. 
Και τα ‘χω παρατήσει στην άκρη ενός γκρεμού. 
Κι η θηλιά, έχει μια πέτρα στο τέλος της. 
Μια πέτρα - θύμηση. 

Μιαν υπενθύμιση. 

Καταδικασμένα σε θάνατο από την ίδια τους την μάνα, τα ποιήματά μου. 

Κοκαλιάρικα, 
άρρωστα και κουρασμένα. 
Λαχανιασμένα, ασθμαίνοντας παρακαλούν . 

Βυθισμένα στην λύπη τους και στην κακή την μοίρα. 

Λυπούνται. 
Για ‘κείνα και για μένα. 

Κι εγώ, τα αναγκάζω να βγουν μπροστά, 
λίγο πριν τα ρίξω στον γκρεμό. 

Τα αναγκάζω να εμφανιστούν ξανά σε σας, 
να σας δώσουν ό,τι έχουν. Ό,τι έχει απομείνει. 

Τα αναγκάζω να σας δειχτούν, να σας φανερωθούν.  

Τα καημένα μου πονήματα. 
Τα αρρωστιάρικά μου δημιουργήματα. 

Τα κοκαλιάρικα , λιμασμένα παιδιά μου . 

Έτσι όπως είναι, χωρίς κανένα γόητρο , καμιά ελπίδα να τα συντροφεύει. 

Τα πετάω μπροστά σας, 
για να χαρείτε. 

Να ενθουσιαστείτε. 

Ξέρω καλά πως 
όσο πιο -για λύπηση- είναι 
τόσο μεγαλύτερη η χαρά σας. 

Τώρα που έχω την προσοχή σας, 
σας λέω πως τα ποιήματά μου,
τα δημιούργησα για ‘σας απ’το πτώμα μου. 

Για να τραφείτε από τα νεκρά παιδιά μου. 

Τα ποιήματά μου, 
τα πονήματά μου, 

Σάρκα απ’την σάρκα μου.

 
Προς δική σας βρώση,
αιμοδιψείς μου, 
φίλοι. 

Ο Γιώργος κι ο Άλκης. 

Ο Γιώργος κι ο Άλκης γνωρίζονται εδώ και έξι χρόνια. Χθες βράδυ, 
χθες βράδυ, ο Γιώργος κατάφερε να βρει το κουράγιο να το πει. 

“Άλκη, σ’αγαπάω” του είπε. 
Τόσο απλό. 

Με τόσες λίγες λέξεις γέμισε χρώματα η καρδιά και των δυό. Ο Άλκης βάφτηκε κόκκινος, ένα κόκκινο φωτεινό, σχεδόν πορτοκαλί . Ο Γιώργος, μπλε. Γαλάζιος Γιώργος, παντοδύναμος Γιώργος. Χθες βράδυ ήρθαν τα χρώματα. Ο Γιώργος κι ο Άλκης. 

Σήμερα το πρωί, 
ο Γιώργος κι ο Άλκης περπατάνε στον δρόμο μαζί. 

Έχοντας πει εκείνο το “σ’αγαπάω” , εκείνο το πολύ απλό, κι όμως, το τόσο πολύτιμό τους “σ’αγαπάω”. Σήμερα το πρωί, ο Γιώργος κι ο Άλκης περπατάνε στον δρόμο. Μαζί. Κι είναι όλα, λίγο πιο όμορφα, τώρα με το “μαζί”. 

Στον ίδιο δρόμο περπατώ κι εγώ, με ομορφαίνει το “μαζί” τους. 

Στον ίδιο δρόμο , περπατά κι ο Γιάννης. 
Έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. 

Ο Γιάννης, ενοχλείται από το “μαζί”. Ενοχλείται από το κόκκινο, το πορτοκαλί, το μπλε. Δε του αρέσουν τα χρώματα του Γιάννη. 

Ο Γιώργος κι ο Άλκης, περπατάνε στον δρόμο μαζί, κρατώντας τα χέρια. 

Του Γιάννη, δε του αρέσει αυτό. Ο Γιάννης είναι δυνατός, και σήμερα βρίσκεται σε εξαιρετική “φόρμα”, φορώντας το πιο σκοτεινό του γκρίζο.
Ο Γιάννης, μεγαλώνει και η σκιά του είναι αρκετή για να καλύψει και τον Γιώργο, και τον Άλκη. Και το μπλε, και το πορτοκαλί. Ο Γιάννης μεγαλώνει, το γκρίζο του, καλύπτει τους δυο, καλύπτει το μαζί, καλύπτει την Αθήνα μου. 

Ο Γιάννης, αρπάζει το μπλε, του σκάει δυο χαστούκια. Μπορεί να το κάνει. 
Κλωτσάει με την μπότα του το πορτοκαλί, το σπάει στα δυό. Πιάνει το “μαζί” από τα μαλλιά, το χτυπάει στον τοίχο. 

Το μαζί, από την σύγκρουση, αλλάζει σύσταση. 
Σκορπίζονται τα γράμματα, μ α ζ ί. 
Ένα Νι μπαίνει μπροστά και μετά Άλφα, το Ζήτα και το Γιώτα έμεινα εκεί. 

Ο Γιάννης, η σκιά του, το γκρίζο … τα κάλυψαν όλα. Κι εμένα μαζί. Όλοι γκρίζοι. 
Ο Γιώργος κι ο Άλκης, ματωμένοι, γίνανε μια μάζα από σκούρο μπορντό. Κι εγώ, διάφανη, κοιτάζω. Ο Γιάννης, φεύγει. 

Μεγάλος, δυνατός, λίγο ιδρωμένος. 
Ακούγεται το γέλιο του στο στενό. Ακούγεται ο βήχας του. Ο Γιάννης πνίγηκε απ’το ίδιο του το γέλιο. Βάζει το χέρι του μπροστά στο στόμα του, γιατί έχει τρόπους. Βήχας… κοιτάζει το χέρι του, σκούρο μπορντό. 

Αίμα είναι αυτο Γιάννη. 
Βγαίνει απ’το στόμα σου αυτό, Γιάννη. 

Πρόσεχε Γιάννη. Το αίμα δε σταματά. Λερώθηκες Γιάννη. 

Ο Γιάννης πέφτει κάτω. Ο Γιάννης, πνίγηκε απ’το αίμα. 
Κανένας δεν ξανάδε τον Γιάννη, το ίδιο του γκρίζο τον κατάπιε, και εγώ δε θέλω να μιλήσουμε άλλο για ‘κείνον. 

Ο Γιώργος κι ο Άλκης, ενώσανε τα χέρια ξανά. Στηρίχτηκαν στα δυο τους πόδια, και όρθιοι, συνεχίζουν να περπατάνε στον δρόμο. Μαζί. 


Ο ουρανός, τους βλέπει και από μπλε, σιγά-σιγά μετατρέπεται σε ένα κόκκινο, πορτοκαλί. Κι η Αθήνα μου ακολουθεί. Ο Γιώργος κι ο Άλκης κι εγώ κι η Αθήνα μου, και το μπλε και το πορτοκαλί και το ματωμένο κόκκινο που δε πονάει πια. 

Το “μαζί” μας χαμογελάει και μας επιτρέπει να συνεχίσουμε τα βήματά μας. 
Ο καθένας στον προορισμό τυ. Λίγο αλλαγμένοι, αλλά σίγουροι. 

Όσο για το γκρίζο, 
ο Γιάννης το πήρε μαζί του φεύγοντας…

Σε περιμένω στη μέση του δρόμου . 
Δες με. 

Έχω φορέσει την στενή μου σάρκα. 
Στενή για το μικρό μου σώμα. 

Έχω τα πιο κόκκινα μάτια. 
Δες με. 

Δες με. 
Κόκκινη. Κοκκινίζω την πόλη μας.

Έχω χτενίσει τα μακρία μαλλιά μου. 
Φτάνουν ως τα γόνατά μου. 
Δες με. 

Σκουπίζω τα δάκρυά μου με γυαλί. 
Ανασαίνω μαύρη ανάσα. 

Σε περιμένω στη μέση του δρόμου. 
Δες με. 

Με διαπερνούν 
φορτηγά, λεωφορεία, ΙΧ και πεζοί.

Διαμελισμένη, προσπαθώ,
να κρατώ την ιδέα του εαυτού μου ολόκληρη. 

Δε το κουνάω από δω. 
Ακούς ;

Δες με. 
Άκουσέ με.

Δες με.
Δες με.
Δες 
        με. 

Σε περιμένω 
                     στη μέση 
                                     του 
                                             δρόμου. 

Όλη μέρα πληκτρολογώ λέξεις.
Γράμμα-γράμμα. 
Κλικ και ξανά κλικ. 

Πονάει το σώμα μου.
Δυό χέρια με ‘χουν πιάσει απ’τον λαιμό,
με σφίγγουν και με κάνουν ό,τι θέλουν.

Παιχνιδάκι τους. 

Μόνος μου φόβος, μη καταλάβει κάτι η διευθύντριά μου.
Μου ρίχνει διερευνητικές ματιές,
μειδιάζει 
κι εγώ χαμογελάω πλατιά, 
σαν να ‘χω δυό αγκίστρια καρφωμένα στις άκρες των χειλιών μου. 

Γράμμα-γράμμα.
Κλίκ και ξανά κλικ. 

Περνάει η ζωή μου, 
γερνάω πάνω από ένα πληκτρολόγιο,
απαντώντας σε ερωτήσεις,
δίνοντας λύσεις σε ανύπαρκτα προβλήματα. 

Περνάει η ζώη μου,
κλίκ και ξανά κλικ. 

Με κυριεύει ένας καινούριος φόβος. 
Αξήγητος. 

Ξεροκαταπίνω. 

Η λευκή οθόνη, γκριζάρει… και σιγά-σιγά χάνεται.
Τα χέρια μου φεύγουν από το πληκτρολόγιο, 
πιάνω το κεφάλι μου, και αμέσως μετά τον λαιμό μου.

Αγγίζω τα δυο εκείνα χέρια-πνίχτες. 

Πιάνω σφιχτά τον λαιμό μου 
πιάνω σφιχτά τα χέρια εκείνα. 

Περνάει η ζωή μου, σκέφτομαι. 

Ζαλίζομαι. 
Ωραίος , αργός σίγουρος χαμός. 

Ο ήχος χάνεται. 

Φέρνω στον νου εκείνο το βράδυ, 
που μου έβαζες διλήμματα , 
μ’είχες ρωτήσει αν θα έχανα την όραση η την ακοή μου, σου ‘χα πει το δεύτερο. 

Πλάκα θα ‘χει… 

Το δωμάτιο γυρίζει, 
μόνος φόβος μη με καταλάβει η διευθύντριά μου.

Μη και πάρει πρέφα το φευγιό. 

Συγκεντρώνομαι, 
προσπαθώ να επαναφέρω τον εαυτό μου μέσα στην αίθουσα. 

Μάταιο.

Προσπαθώ να σηκωθώ απ’την καρέκλα, 

Πέφτω. 
Πέφτω στο πάτωμα

-Όχι! Πέφτω απ’τον πέμπτο όροφο- 

Προσγειώνομαι στην άσφαλτο. 

Σπάω σε χίλια κομμάτια, θρυμματίζομαι. 
Κρύσταλλο λεπτό, σκορπάω. 

Σπάω σε πολλές μικρότερες μορφές μου. 

Υδράργυρος γίνομαι,
δε μπορώ να ξανα ενωθώ. 

Σφίγγω τα μάτια, 
και τ’ανοίγω ξανά. 

Είμαι πάλι στην αίθουσα,
Σπασμένη,
διαιρεμένη σε δέκα,
σ’εκατό,
σε χίλια,
σε εκατομμύρια κομμάτια. 

Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
Περνάει η ζωή μου, σκέφτομαι.

Θα απαντήσω σε ακόμα ένα email. 
Θα ανησυχήσω για την πτώση αργότερα. 

Αύριο,
ίσως αύριο.

Όλη μέρα πληκτρολογώ λέξεις. 
Γράμμα-γράμμα. 
Κλίκ και ξανά κλικ. 

Βήτα. 
Όμικρον.
Ήτα. 
Θήτα.
Έψιλον.
Γιώτα.
Άλφα. 

Τα χέρια του στα μαλλιά μου.
Τα χέρια του στα μάτια μου.
Τα χέρια του στο στόμα μου. 
Τα χέρια του κάτω απ’την φούστα μου. 

Τα μαχαίρια του στα μαλλιά μου. 
Τα μαχαίρια του στα μάτια μου. 
Τα μαχαίρια του μέσα στο στόμα μου.
Τα μαχαίρια του κάτω απ’την φούστα μου. 

Κάτω απ’την φούστα μου,
ψάχνουν να βρουν, 
ψάχνουν να βρουν εμένα , 
κάτι από μένα . 

Τα χέρια του ανάμεσα στα πόδια μου, 
τα μαχαίρια του ανάμεσα στα πόδια μου. 

“Χαϊδεύεις ή γδέρνεις;
Γιατρεύεις ή πληγιάζεις;”

Φεγγάρια, αστέρια, σάλια κι αναστεναγμοί 
συντελούν 
στο 
αποψινό μας 
τέλος. 

“Χαϊδεύεις ή γδέρνεις;
Γιατρεύεις ή πληγιάζεις;”

Κοίτα με, 
κοίτα με,
κοίτα με. 

Τα μάτια του στα μαλλιά μου.
Τα μάτια του στα μάτια μου, 
τα μάτια μου στα μάτια του. 

“Μάτια μου,
γιατρεύεις ή γδέρνεις;”

Σεντόνια, ιδρώτας, αίμα και συγνώμες.
Πολλή πληροφορία στο μικρό μου δωμάτιο.

Απάλλαξέ με από τα ρούχα μου.
Απάλλαξέ με από την σάρκα μου.
Απάλλαξέ με από ‘μένα.
Απάλλαξέ με, 
άλλαξέ με. 

Ίδια μου μοιάζω. 
Ίδιος μου μοιάζεις. 

Τόσο αλλιώτικα και ίδια. 

Τα χείλη του στα μαλλιά μου. 
Τα χείλη του στα μάτια μου. 
Τα χείλη του στο στόμα μου. 
Τα χείλη του ανάμεσα στα πόδια μου. 

Εγώ κι αυτός. 
Και τα χέρια, 
τα μαχαίρια, 
τα μάτια 
και τα χείλη. 

Κι αυτό το Τέλος,
που έρχεται σαν νικητής. 

Κι αυτό το Τέλος, 
με τούτο το ηλίθιο χαμόγελο της γνώσης.

Αυτό το Τέλος,
ξέρει

ότι πάλι
πάλι 

τα χάδια έγδαραν,
τα λόγια πλήγωσαν,
τα μαχαίρια διαμέλισαν,
τα μάτια δεν είδαν 

τα φεγγάρια και τ’αστέρια απέτυχαν,
τα σεντόνια έγιναν σάβανα. 

Κι έμειναν τελικά,
τα σάλια,
το άιμα,
μια φουκαριάρα συγνώμη 
και ένα ηλίθιο αντίο 
να χύνεται ανάμεσα στα πόδια μου. 


Έρωτας"

Luis García Montero

Οι λέξεις είναι καράβια

και χάνονται έτσι, από στόμα σε στόμα,

όπως από ομίχλη σε ομίχλη.

Φέρνουν την πραμάτεια τους στις συνομιλίες

χωρίς να βρίσκουν ένα λιμάνι,

τη νύχτα που τις βαραίνει, σαν μια άγκυρα.

Πρέπει να συνηθίσουν να μεγαλώνουν

και να ζουν με υπομονή ξύλου

φθαρμένου από τα κύματα,

που έχει φαγωθεί, ενώ μουσκεύεται αργά,

μέχρι η συνηθισμένη μποτίλια

να φτάσει στη θάλασσα και να τις βυθίσει.

Γιατί η ζωή μπαίνει στις λέξεις

όπως η θάλασσα σ’ ένα καράβι,

καλύπτει με χρόνο το όνομα των πραγμάτων

και οδηγεί στη ρίζα ενός επιθέτου

στον ουρανό μιας ημερομηνίας,

στο μπαλκόνι ενός σπιτιού,

στο φως μιας πόλης καθρεφτισμένης σ’ ένα ποτάμι.

Γι αυτό, ομίχλη στην ομίχλη,

όταν ο έρωτας εισβάλλει στις λέξεις,

χτυπά στους τοίχους, σημαδεύοντάς τους

με τα σημάδια μιας προσωπικής ιστορίας

κι αφήνει στο παρελθόν των λεξιλογίων

αισθήσεις ψύχους και ζέστης,

νύχτες που είναι η νύχτα,

θάλασσες που είναι η θάλασσα,

μοναχικούς περιπάτους μ’ επιμήκυνση της φράσης

και τρένα κρατημένα και τραγούδια.

Αν ο έρωτας, όπως όλα, είναι ζήτημα λέξεων,

πλησιάζοντας το κορμί σου δημιουργήθηκε μια γλώσσα.

 Πόδια και κρυστάλλινα νερά Σαν βγαλμένα από όνειροσαν εξιδανίκευμα της φαντασίωσηςτα καλλίγραμμα πό

Πόδια και κρυστάλλινα νερά

Σαν βγαλμένα από όνειρο
σαν εξιδανίκευμα της φαντασίωσης
τα καλλίγραμμα πόδια της
αφήνονται στη λυτρωτική επίδραση των κρυστάλλινων υδάτων
παιχνιδίζοντας στην επιφάνεια και λαμπιρίζοντας,

ενώ το νερό, αγκαλιάζοντας με αισθησιασμό
κάθε πτυχή των ποδιών, κάθε εσοχή των πελμάτων
μας καλεί να νιώσουμε το δροσερό, βελούδινο άγγιγμά τους.

Πόδια και κρυστάλλινα νερά
σε μια ξεχωριστή σκηνή ερωτισμού
σε μια επίδειξη του ασυναγώνιστου σκηνοθετικού ταλέντου της φύσης.


Post link
 Δρ. Ποδολόγος Είναι μέγιστη επιστήμων, στον φετιχισμό ειδήμων.Δόκτωρ της ποδολογίας, άψογη επαγγελμ

Δρ. Ποδολόγος

Είναι μέγιστη επιστήμων,
στον φετιχισμό ειδήμων.

Δόκτωρ της ποδολογίας,
άψογη επαγγελματίας.

Με χαμόγελο μονίμως
και ξυπόλυτη σκοπίμως.

Στο γραφείο κάθε γιατρός
παίρνει μάτι διαρκώς.

Όλο σκέρτσο, όλο νάζι,
αχ! Πώς ξέρει να κολάζει!

Με πατούσες μεταξένιες
θεραπεύει τις ασθένειες.

Είναι άξιες θαυμασμού,
πρόκληση αυνανισμού.

Αντικείμενο λατρείας,
σύμβολο ποδολαγνείας.

Λέγε τώρα, μη ντραπείς
θα γινόσουν ασθενής;

Καθώς διάβαζες σε είδα,
μέσα στην ιστοσελίδα.

Με λαγνεία τις κοιτούσες
της Ρεμπέκας τις πατούσες!


Post link
loading