#ποίηση

LIVE

Σκέφτομαι ἀπόψε νὰ στείλω τὴ μελαγχολία μου

νὰ κοιμηθεῖ μαζί σου

νὰ μείνω λίγο μόνη.

Κική Δημουλά

κ’ η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν 

Τάσος Λειβαδίτης 

[Ακολουθεί το τελευταίο σημείωμα του Καρυωτάκη, διαβάστε με σύνεση]

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

Κ.Γ.Κ.

 Ο Κώστας Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896 - 21 Ιουλίου 1928) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Θεωρ

ΟΚώστας Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896 - 21 Ιουλίου 1928) ήταν Έλληναςποιητής και πεζογράφος. Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Για το έργο του έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία, πραγματοποιήθηκαν δεκάδες ειδικά συνέδρια.


Post link

nolite-debastardes-carborundorum:

κι η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί, που τελείωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς.

Τάσος Λειβαδίτης

Τα ποιήματά μου δεν είναι αέρινα. 
Τα ποιήματά μου δεν έχουν χρώματα. 

Δεν έχουν μυρωδιά τα ποιήματά μου. 
Δεν χαμογελάνε τα ποιήματά μου. 

Τα ποιήματά μου είναι τα πονήματά μου. 
Γεννημένα από την στείρα μήτρα μου . 

Ορφανό μου δημιούργημα. 

Τα ποιήματά μου δεν πετάνε. 
Δεν ουρανεύουν

Τα ποιήματά μου είναι σταθερά
κι έχουν τα πόδια καρφωμένα στη γη. 

Τα άκαμπτα πονήματά μου. 

Τους έχω περάσει μια θηλιά στον λαιμό. 
Και τα ‘χω παρατήσει στην άκρη ενός γκρεμού. 
Κι η θηλιά, έχει μια πέτρα στο τέλος της. 
Μια πέτρα - θύμηση. 

Μιαν υπενθύμιση. 

Καταδικασμένα σε θάνατο από την ίδια τους την μάνα, τα ποιήματά μου. 

Κοκαλιάρικα, 
άρρωστα και κουρασμένα. 
Λαχανιασμένα, ασθμαίνοντας παρακαλούν . 

Βυθισμένα στην λύπη τους και στην κακή την μοίρα. 

Λυπούνται. 
Για ‘κείνα και για μένα. 

Κι εγώ, τα αναγκάζω να βγουν μπροστά, 
λίγο πριν τα ρίξω στον γκρεμό. 

Τα αναγκάζω να εμφανιστούν ξανά σε σας, 
να σας δώσουν ό,τι έχουν. Ό,τι έχει απομείνει. 

Τα αναγκάζω να σας δειχτούν, να σας φανερωθούν.  

Τα καημένα μου πονήματα. 
Τα αρρωστιάρικά μου δημιουργήματα. 

Τα κοκαλιάρικα , λιμασμένα παιδιά μου . 

Έτσι όπως είναι, χωρίς κανένα γόητρο , καμιά ελπίδα να τα συντροφεύει. 

Τα πετάω μπροστά σας, 
για να χαρείτε. 

Να ενθουσιαστείτε. 

Ξέρω καλά πως 
όσο πιο -για λύπηση- είναι 
τόσο μεγαλύτερη η χαρά σας. 

Τώρα που έχω την προσοχή σας, 
σας λέω πως τα ποιήματά μου,
τα δημιούργησα για ‘σας απ’το πτώμα μου. 

Για να τραφείτε από τα νεκρά παιδιά μου. 

Τα ποιήματά μου, 
τα πονήματά μου, 

Σάρκα απ’την σάρκα μου.

 
Προς δική σας βρώση,
αιμοδιψείς μου, 
φίλοι. 

Ο Γιώργος κι ο Άλκης. 

Ο Γιώργος κι ο Άλκης γνωρίζονται εδώ και έξι χρόνια. Χθες βράδυ, 
χθες βράδυ, ο Γιώργος κατάφερε να βρει το κουράγιο να το πει. 

“Άλκη, σ’αγαπάω” του είπε. 
Τόσο απλό. 

Με τόσες λίγες λέξεις γέμισε χρώματα η καρδιά και των δυό. Ο Άλκης βάφτηκε κόκκινος, ένα κόκκινο φωτεινό, σχεδόν πορτοκαλί . Ο Γιώργος, μπλε. Γαλάζιος Γιώργος, παντοδύναμος Γιώργος. Χθες βράδυ ήρθαν τα χρώματα. Ο Γιώργος κι ο Άλκης. 

Σήμερα το πρωί, 
ο Γιώργος κι ο Άλκης περπατάνε στον δρόμο μαζί. 

Έχοντας πει εκείνο το “σ’αγαπάω” , εκείνο το πολύ απλό, κι όμως, το τόσο πολύτιμό τους “σ’αγαπάω”. Σήμερα το πρωί, ο Γιώργος κι ο Άλκης περπατάνε στον δρόμο. Μαζί. Κι είναι όλα, λίγο πιο όμορφα, τώρα με το “μαζί”. 

Στον ίδιο δρόμο περπατώ κι εγώ, με ομορφαίνει το “μαζί” τους. 

Στον ίδιο δρόμο , περπατά κι ο Γιάννης. 
Έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. 

Ο Γιάννης, ενοχλείται από το “μαζί”. Ενοχλείται από το κόκκινο, το πορτοκαλί, το μπλε. Δε του αρέσουν τα χρώματα του Γιάννη. 

Ο Γιώργος κι ο Άλκης, περπατάνε στον δρόμο μαζί, κρατώντας τα χέρια. 

Του Γιάννη, δε του αρέσει αυτό. Ο Γιάννης είναι δυνατός, και σήμερα βρίσκεται σε εξαιρετική “φόρμα”, φορώντας το πιο σκοτεινό του γκρίζο.
Ο Γιάννης, μεγαλώνει και η σκιά του είναι αρκετή για να καλύψει και τον Γιώργο, και τον Άλκη. Και το μπλε, και το πορτοκαλί. Ο Γιάννης μεγαλώνει, το γκρίζο του, καλύπτει τους δυο, καλύπτει το μαζί, καλύπτει την Αθήνα μου. 

Ο Γιάννης, αρπάζει το μπλε, του σκάει δυο χαστούκια. Μπορεί να το κάνει. 
Κλωτσάει με την μπότα του το πορτοκαλί, το σπάει στα δυό. Πιάνει το “μαζί” από τα μαλλιά, το χτυπάει στον τοίχο. 

Το μαζί, από την σύγκρουση, αλλάζει σύσταση. 
Σκορπίζονται τα γράμματα, μ α ζ ί. 
Ένα Νι μπαίνει μπροστά και μετά Άλφα, το Ζήτα και το Γιώτα έμεινα εκεί. 

Ο Γιάννης, η σκιά του, το γκρίζο … τα κάλυψαν όλα. Κι εμένα μαζί. Όλοι γκρίζοι. 
Ο Γιώργος κι ο Άλκης, ματωμένοι, γίνανε μια μάζα από σκούρο μπορντό. Κι εγώ, διάφανη, κοιτάζω. Ο Γιάννης, φεύγει. 

Μεγάλος, δυνατός, λίγο ιδρωμένος. 
Ακούγεται το γέλιο του στο στενό. Ακούγεται ο βήχας του. Ο Γιάννης πνίγηκε απ’το ίδιο του το γέλιο. Βάζει το χέρι του μπροστά στο στόμα του, γιατί έχει τρόπους. Βήχας… κοιτάζει το χέρι του, σκούρο μπορντό. 

Αίμα είναι αυτο Γιάννη. 
Βγαίνει απ’το στόμα σου αυτό, Γιάννη. 

Πρόσεχε Γιάννη. Το αίμα δε σταματά. Λερώθηκες Γιάννη. 

Ο Γιάννης πέφτει κάτω. Ο Γιάννης, πνίγηκε απ’το αίμα. 
Κανένας δεν ξανάδε τον Γιάννη, το ίδιο του γκρίζο τον κατάπιε, και εγώ δε θέλω να μιλήσουμε άλλο για ‘κείνον. 

Ο Γιώργος κι ο Άλκης, ενώσανε τα χέρια ξανά. Στηρίχτηκαν στα δυο τους πόδια, και όρθιοι, συνεχίζουν να περπατάνε στον δρόμο. Μαζί. 


Ο ουρανός, τους βλέπει και από μπλε, σιγά-σιγά μετατρέπεται σε ένα κόκκινο, πορτοκαλί. Κι η Αθήνα μου ακολουθεί. Ο Γιώργος κι ο Άλκης κι εγώ κι η Αθήνα μου, και το μπλε και το πορτοκαλί και το ματωμένο κόκκινο που δε πονάει πια. 

Το “μαζί” μας χαμογελάει και μας επιτρέπει να συνεχίσουμε τα βήματά μας. 
Ο καθένας στον προορισμό τυ. Λίγο αλλαγμένοι, αλλά σίγουροι. 

Όσο για το γκρίζο, 
ο Γιάννης το πήρε μαζί του φεύγοντας…

Σε περιμένω στη μέση του δρόμου . 
Δες με. 

Έχω φορέσει την στενή μου σάρκα. 
Στενή για το μικρό μου σώμα. 

Έχω τα πιο κόκκινα μάτια. 
Δες με. 

Δες με. 
Κόκκινη. Κοκκινίζω την πόλη μας.

Έχω χτενίσει τα μακρία μαλλιά μου. 
Φτάνουν ως τα γόνατά μου. 
Δες με. 

Σκουπίζω τα δάκρυά μου με γυαλί. 
Ανασαίνω μαύρη ανάσα. 

Σε περιμένω στη μέση του δρόμου. 
Δες με. 

Με διαπερνούν 
φορτηγά, λεωφορεία, ΙΧ και πεζοί.

Διαμελισμένη, προσπαθώ,
να κρατώ την ιδέα του εαυτού μου ολόκληρη. 

Δε το κουνάω από δω. 
Ακούς ;

Δες με. 
Άκουσέ με.

Δες με.
Δες με.
Δες 
        με. 

Σε περιμένω 
                     στη μέση 
                                     του 
                                             δρόμου. 

Όλη μέρα πληκτρολογώ λέξεις.
Γράμμα-γράμμα. 
Κλικ και ξανά κλικ. 

Πονάει το σώμα μου.
Δυό χέρια με ‘χουν πιάσει απ’τον λαιμό,
με σφίγγουν και με κάνουν ό,τι θέλουν.

Παιχνιδάκι τους. 

Μόνος μου φόβος, μη καταλάβει κάτι η διευθύντριά μου.
Μου ρίχνει διερευνητικές ματιές,
μειδιάζει 
κι εγώ χαμογελάω πλατιά, 
σαν να ‘χω δυό αγκίστρια καρφωμένα στις άκρες των χειλιών μου. 

Γράμμα-γράμμα.
Κλίκ και ξανά κλικ. 

Περνάει η ζωή μου, 
γερνάω πάνω από ένα πληκτρολόγιο,
απαντώντας σε ερωτήσεις,
δίνοντας λύσεις σε ανύπαρκτα προβλήματα. 

Περνάει η ζώη μου,
κλίκ και ξανά κλικ. 

Με κυριεύει ένας καινούριος φόβος. 
Αξήγητος. 

Ξεροκαταπίνω. 

Η λευκή οθόνη, γκριζάρει… και σιγά-σιγά χάνεται.
Τα χέρια μου φεύγουν από το πληκτρολόγιο, 
πιάνω το κεφάλι μου, και αμέσως μετά τον λαιμό μου.

Αγγίζω τα δυο εκείνα χέρια-πνίχτες. 

Πιάνω σφιχτά τον λαιμό μου 
πιάνω σφιχτά τα χέρια εκείνα. 

Περνάει η ζωή μου, σκέφτομαι. 

Ζαλίζομαι. 
Ωραίος , αργός σίγουρος χαμός. 

Ο ήχος χάνεται. 

Φέρνω στον νου εκείνο το βράδυ, 
που μου έβαζες διλήμματα , 
μ’είχες ρωτήσει αν θα έχανα την όραση η την ακοή μου, σου ‘χα πει το δεύτερο. 

Πλάκα θα ‘χει… 

Το δωμάτιο γυρίζει, 
μόνος φόβος μη με καταλάβει η διευθύντριά μου.

Μη και πάρει πρέφα το φευγιό. 

Συγκεντρώνομαι, 
προσπαθώ να επαναφέρω τον εαυτό μου μέσα στην αίθουσα. 

Μάταιο.

Προσπαθώ να σηκωθώ απ’την καρέκλα, 

Πέφτω. 
Πέφτω στο πάτωμα

-Όχι! Πέφτω απ’τον πέμπτο όροφο- 

Προσγειώνομαι στην άσφαλτο. 

Σπάω σε χίλια κομμάτια, θρυμματίζομαι. 
Κρύσταλλο λεπτό, σκορπάω. 

Σπάω σε πολλές μικρότερες μορφές μου. 

Υδράργυρος γίνομαι,
δε μπορώ να ξανα ενωθώ. 

Σφίγγω τα μάτια, 
και τ’ανοίγω ξανά. 

Είμαι πάλι στην αίθουσα,
Σπασμένη,
διαιρεμένη σε δέκα,
σ’εκατό,
σε χίλια,
σε εκατομμύρια κομμάτια. 

Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
Περνάει η ζωή μου, σκέφτομαι.

Θα απαντήσω σε ακόμα ένα email. 
Θα ανησυχήσω για την πτώση αργότερα. 

Αύριο,
ίσως αύριο.

Όλη μέρα πληκτρολογώ λέξεις. 
Γράμμα-γράμμα. 
Κλίκ και ξανά κλικ. 

Βήτα. 
Όμικρον.
Ήτα. 
Θήτα.
Έψιλον.
Γιώτα.
Άλφα. 

Τα χέρια του στα μαλλιά μου.
Τα χέρια του στα μάτια μου.
Τα χέρια του στο στόμα μου. 
Τα χέρια του κάτω απ’την φούστα μου. 

Τα μαχαίρια του στα μαλλιά μου. 
Τα μαχαίρια του στα μάτια μου. 
Τα μαχαίρια του μέσα στο στόμα μου.
Τα μαχαίρια του κάτω απ’την φούστα μου. 

Κάτω απ’την φούστα μου,
ψάχνουν να βρουν, 
ψάχνουν να βρουν εμένα , 
κάτι από μένα . 

Τα χέρια του ανάμεσα στα πόδια μου, 
τα μαχαίρια του ανάμεσα στα πόδια μου. 

“Χαϊδεύεις ή γδέρνεις;
Γιατρεύεις ή πληγιάζεις;”

Φεγγάρια, αστέρια, σάλια κι αναστεναγμοί 
συντελούν 
στο 
αποψινό μας 
τέλος. 

“Χαϊδεύεις ή γδέρνεις;
Γιατρεύεις ή πληγιάζεις;”

Κοίτα με, 
κοίτα με,
κοίτα με. 

Τα μάτια του στα μαλλιά μου.
Τα μάτια του στα μάτια μου, 
τα μάτια μου στα μάτια του. 

“Μάτια μου,
γιατρεύεις ή γδέρνεις;”

Σεντόνια, ιδρώτας, αίμα και συγνώμες.
Πολλή πληροφορία στο μικρό μου δωμάτιο.

Απάλλαξέ με από τα ρούχα μου.
Απάλλαξέ με από την σάρκα μου.
Απάλλαξέ με από ‘μένα.
Απάλλαξέ με, 
άλλαξέ με. 

Ίδια μου μοιάζω. 
Ίδιος μου μοιάζεις. 

Τόσο αλλιώτικα και ίδια. 

Τα χείλη του στα μαλλιά μου. 
Τα χείλη του στα μάτια μου. 
Τα χείλη του στο στόμα μου. 
Τα χείλη του ανάμεσα στα πόδια μου. 

Εγώ κι αυτός. 
Και τα χέρια, 
τα μαχαίρια, 
τα μάτια 
και τα χείλη. 

Κι αυτό το Τέλος,
που έρχεται σαν νικητής. 

Κι αυτό το Τέλος, 
με τούτο το ηλίθιο χαμόγελο της γνώσης.

Αυτό το Τέλος,
ξέρει

ότι πάλι
πάλι 

τα χάδια έγδαραν,
τα λόγια πλήγωσαν,
τα μαχαίρια διαμέλισαν,
τα μάτια δεν είδαν 

τα φεγγάρια και τ’αστέρια απέτυχαν,
τα σεντόνια έγιναν σάβανα. 

Κι έμειναν τελικά,
τα σάλια,
το άιμα,
μια φουκαριάρα συγνώμη 
και ένα ηλίθιο αντίο 
να χύνεται ανάμεσα στα πόδια μου. 


Έρωτας"

Luis García Montero

Οι λέξεις είναι καράβια

και χάνονται έτσι, από στόμα σε στόμα,

όπως από ομίχλη σε ομίχλη.

Φέρνουν την πραμάτεια τους στις συνομιλίες

χωρίς να βρίσκουν ένα λιμάνι,

τη νύχτα που τις βαραίνει, σαν μια άγκυρα.

Πρέπει να συνηθίσουν να μεγαλώνουν

και να ζουν με υπομονή ξύλου

φθαρμένου από τα κύματα,

που έχει φαγωθεί, ενώ μουσκεύεται αργά,

μέχρι η συνηθισμένη μποτίλια

να φτάσει στη θάλασσα και να τις βυθίσει.

Γιατί η ζωή μπαίνει στις λέξεις

όπως η θάλασσα σ’ ένα καράβι,

καλύπτει με χρόνο το όνομα των πραγμάτων

και οδηγεί στη ρίζα ενός επιθέτου

στον ουρανό μιας ημερομηνίας,

στο μπαλκόνι ενός σπιτιού,

στο φως μιας πόλης καθρεφτισμένης σ’ ένα ποτάμι.

Γι αυτό, ομίχλη στην ομίχλη,

όταν ο έρωτας εισβάλλει στις λέξεις,

χτυπά στους τοίχους, σημαδεύοντάς τους

με τα σημάδια μιας προσωπικής ιστορίας

κι αφήνει στο παρελθόν των λεξιλογίων

αισθήσεις ψύχους και ζέστης,

νύχτες που είναι η νύχτα,

θάλασσες που είναι η θάλασσα,

μοναχικούς περιπάτους μ’ επιμήκυνση της φράσης

και τρένα κρατημένα και τραγούδια.

Αν ο έρωτας, όπως όλα, είναι ζήτημα λέξεων,

πλησιάζοντας το κορμί σου δημιουργήθηκε μια γλώσσα.

 Πόδια και κρυστάλλινα νερά Σαν βγαλμένα από όνειροσαν εξιδανίκευμα της φαντασίωσηςτα καλλίγραμμα πό

Πόδια και κρυστάλλινα νερά

Σαν βγαλμένα από όνειρο
σαν εξιδανίκευμα της φαντασίωσης
τα καλλίγραμμα πόδια της
αφήνονται στη λυτρωτική επίδραση των κρυστάλλινων υδάτων
παιχνιδίζοντας στην επιφάνεια και λαμπιρίζοντας,

ενώ το νερό, αγκαλιάζοντας με αισθησιασμό
κάθε πτυχή των ποδιών, κάθε εσοχή των πελμάτων
μας καλεί να νιώσουμε το δροσερό, βελούδινο άγγιγμά τους.

Πόδια και κρυστάλλινα νερά
σε μια ξεχωριστή σκηνή ερωτισμού
σε μια επίδειξη του ασυναγώνιστου σκηνοθετικού ταλέντου της φύσης.


Post link
 Δρ. Ποδολόγος Είναι μέγιστη επιστήμων, στον φετιχισμό ειδήμων.Δόκτωρ της ποδολογίας, άψογη επαγγελμ

Δρ. Ποδολόγος

Είναι μέγιστη επιστήμων,
στον φετιχισμό ειδήμων.

Δόκτωρ της ποδολογίας,
άψογη επαγγελματίας.

Με χαμόγελο μονίμως
και ξυπόλυτη σκοπίμως.

Στο γραφείο κάθε γιατρός
παίρνει μάτι διαρκώς.

Όλο σκέρτσο, όλο νάζι,
αχ! Πώς ξέρει να κολάζει!

Με πατούσες μεταξένιες
θεραπεύει τις ασθένειες.

Είναι άξιες θαυμασμού,
πρόκληση αυνανισμού.

Αντικείμενο λατρείας,
σύμβολο ποδολαγνείας.

Λέγε τώρα, μη ντραπείς
θα γινόσουν ασθενής;

Καθώς διάβαζες σε είδα,
μέσα στην ιστοσελίδα.

Με λαγνεία τις κοιτούσες
της Ρεμπέκας τις πατούσες!


Post link
loading