#ποιητης

LIVE

Το πιο κακό ειναι που, πριν πεθάνει η ίδια για τον εαυτό της, εχω πεθάνει εγώ για κείνην. Σάματι αυτός ο κόσμος να υπάρχει χωρίς εμένα. Ένας τρελός ποιητής, που δεν εγεννήθηκα ούτε το ένα ούτε το άλλο και που μ’ έκανε και τα δυο. Είχε στραμμένη όλη της την ύπαρξη από μένα. Τώρα είναι κάπου άνοιαστη και ομορφαίνει τον εαυτό της γι’ άλλον. Και βαδίζει στο δρόμο σα να χορεύει, σα να καλεί - μα όχι εμένα.

Μενέλαος Λουντέμης

- Όχι, δεν μ’ αγαπάς.

- Πως το ξέρετε;

- Αν η γνωριμία μας είχε και την παραμικρή σχέση με την αγάπη, δεν θα μιλούσαμε τώρα τόσην ώρα για αγάπη. Θα κάναμε αγάπη.

Με τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν παράφορα έτρεξε.

Δεν την κάλεσα πίσω. Πήρα κοντά μου το μπουκάλι και του κράτησα συντροφιά ως το τέλος. Άδειασα και το πακέτο με τα τσιγάρα.

Μενέλαος Λουντέμης

Καν´το να φανει τυχαίο


Σαν να σε ειχα γνωρίσει ξανά σε μια προηγούμενη ζωή ,τόσο γνώριμος.


Σαν να βρήκα ξανά αυτό το κομματάκι του εαυτού μου που είχα χάσει εδώ και καιρο ,τόσο οικείος.

Ότι δεν σου είπα, πάντα θα με πνίγουν

Κοιμήσου το αστέρι μας δεν φώτισε ακόμα

Λίγο η θάλασσα και ο ήλιος

Λίγο τα αστερια και ο ουρανός

Φεγγάρι να δεις θα σμίξουν

Ότι δεν κατάφερε ο καιρός

Καληνυχτα φωτιά (μου)

_κανένας_

Σαν έκλεινε το μουσείο

αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια

κατέβαινε από το αέτωμα.

Κουρασμένη από τους τουρίστες

έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά

ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη

χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.

Η ομορφιά της ήταν για πάντα

σταματημένη μες στο χρόνο.

Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί

σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.

Ερχόταν πίσω της αθόρυβα

της άρπαζε τη μέση και το στήθος

και μαγκώνοντας τα λαγόνια της

με το ένα του πόδι

έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα

στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε

κάθε φορά που της ριχνόταν.

Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.

Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας

με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του

και καθώς χανόταν όλη

μες στην αρπάγη του κορμιού του

τον ένιωθε να μεταμορφώνεται

σιγά σιγά σε κένταυρο.

Τώρα η αλογίσια οπλή του

την πόναγε κάπου εκεί

γλυκά στο κόκαλο

και τον ονειρευότανε παραδομένη

ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του

να τη λαξεύει ακόμη.

Γιώργης Παυλόπουλος, «Το άγαλμα και ο τεχνίτης»

[Ακολουθεί το τελευταίο σημείωμα του Καρυωτάκη, διαβάστε με σύνεση]

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

Κ.Γ.Κ.

Ό,τι αρχίζει, θα τελειώσει. Ό,τι δεν αρχίζει δεν θα τελειώσει και ποτέ.

Έρωτας δεν είναι μόνο ό,τι εκπληρώθηκε- είναι και ό,τι πόθησες. Ίσως γι’ αυτό μας τρώνε πάντα οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Δεν πεθαίνουν γιατί δεν κατάφεραν να γεννηθούν.

Κ.Π.Καβάφης

image


Απόσπασμα από το 13.12.43


Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε
Μες τις πολύβοες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες
Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας
Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν
Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκά πανιά που ανεμίζονται.
Ίσως δε μένει τίποτ’ άλλο παρά αυτό να θυμόμαστε.
Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο Γιατί,
Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης
Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου
και δεν προσμένω απάντηση
Κανείς δε θ’ αγγίζει την έκταση της στοργής
και της θλίψης μου.


Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται
Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει
Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.

image


Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν τσιγγάνος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα,
δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει..

loading