#γρεεκ quotes

LIVE

Και να ξυπνώ μέσα στη νύχτα.

Να απλώνω το χέρι μου στη διπλανή θέση του κρεβατιού,

Νομίζοντας πως κοιμάσαι κοντά μου.

Μα δεν είσαι εκεί.

Και ίσως αυτή, να είναι η μεγαλύτερη δυστυχία μου.

Μόλις έχασα τον άνθρωπο που με αγάπησε πιο πολύ από τον καθένα.

Δεν έχω ξανά πονέσει πιο πολύ στην ζωή μου.

Το πιο πολύτιμο ρούχο μας.

Το πιο επίσημο ρούχο μας.

Το πιο εμφανίσιμο ρούχο μας.

Η χλαμύδα μας.

Το φράκο μας.

Το νυχτικό μας.

Το μόνο σωστό μας.

Το μόνο πιστό μας.

Το μόνο αιώνιο ρούχο μας

είναι το πετσί μας.

Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο,

άσπρο,

ή μελαψό.

Ντρέπομαι για κείνους που το χωρίζουν

σε μαύρο,

άσπρο

και μελαψό.

Μενέλαος Λουντέμης, Το αληθινό μας ρούχο

«Τείχη»

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. 

Κωνσταντίνος Καβάφης

Λήθη

Καλότυχοι οί νεκροί πού λησμονάνε

τήν πίκρια τής ζωής.Όντας βυθίσει

ό ήλιος καί τό σούρουπο ακολουθήσει,

μήν τούς κλαίς, ό καημός σού όσος καί νάναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν καί πάνε

στής λησμονιάς τήν κρουσταλλένια βρύση

μά βούρκος τό νεράκι θά μαυρίσει,

ά στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι άν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται.

Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδύλι,

πόνους παλιούς, πού μέσα τούς κοιμούνται.

Ά δέ μπορείς πάρα νά κλαις τό δείλι,

τούς ζωντανούς τά μάτια σού άς θρηνήσουν:

Θέλουν μά δέ βολεί νά λησμονήσουν .

Λ.Μαβίλης

- Δηλαδή στη ζωή περισσότερο αξίζουν αυτά που χάνεις παρά αυτά που βρίσκεις, η Όρσα προχώρησε σ'ένα βιαστικό συμπέρασμα, κάτι την έκαιγε, μια εμμονή, μια αμφιβολία, κάτι.

- Αυτά που βρίσκεις ξαναχάνονται, τόνισε η Νανά τις λέξεις μία μια, αυτά που έχασες υπάρχουν για πάντα.

Ιωάννα Καρυστιάνη

Καθίσαμε απέναντι.

Τα δικά μου πιόνια ήταν σύννεφα.

Τα δικά του σίδερο και αίμα. 

Αυτός είχε τα μαύρα.

Σκληροί, γυαλιστεροί οι πύργοι του

επιτέθηκαν με ορμή

ενώ η βασίλισσα μου 

ξεντυνόταν στο σκοτάδι. 

Ήταν καλός αντίπαλος, 

προέβλεπε κάθε μου κίνηση

πριν καλά καλά ακόμα την σκεφτώ,

κι εγώ παρ’ όλα αυτά την έκανα, 

με την ήρεμη εγκατάλειψη αυτού 

που βαδίζει στο χαμό του.

Ίσως τελικά να με γοήτευε

το πόσο γρήγορα εξόντωσε τους στρατιώτες μου

τους αξιωματικούς, τους πύργους, τα οχυρά,

τις γέφυρες, τον βασιλιά τον ίδιο,

πόσο εύκολα διαπέρασε, εισχώρησε και άλωσε

βασίλεια ολόκληρα αρχαίας σιωπής

και πώς τελικά αιχμαλώτισε εκείνη τη μικρή βασίλισσα

από νεραϊδοκλωστή 

που τόσο της άρεσε να διαφεύγει με πειρατικά καράβια

στις χώρες του ποτέ.

Ναι, ομολογώ ότι γνώριζα από πριν πως θα νικήσει.

Άλλωστε, για αυτό έπαιξα μαζί του.

Γιατί, έστω και μια φορά, μες στη ζωή,

αξίζει κανείς να παίξει για να χάσει.

Χλόη Κουτσουμπέλη, Παρτίδα Σκάκι

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των  ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη  ανηφοριά  του  μικρού  Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου  έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές  όπου  οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-
σμαρίνια
- Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού ‘λεγα να μετράς μέσ’ στο γδυτό νερό τις φωτεινές του
μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ’ στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες
Κατεβαίνοντας  προς  τους  γιαλούς  τους  κόλπους  με τα
βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο  χρόνος γλύπτης των  ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή  ως το κόκαλο άλλο
καλοκαίρι
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

να χαχανίζουμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου προσπαθώντας να μαντέψουμε τίνος είναι το χτυποκάρδι στο στήθος, δικό μας ή του δικού μας,

Ιωάννα Καρυστιάνη

Ό,τι αρχίζει, θα τελειώσει. Ό,τι δεν αρχίζει δεν θα τελειώσει και ποτέ.

Έρωτας δεν είναι μόνο ό,τι εκπληρώθηκε- είναι και ό,τι πόθησες. Ίσως γι’ αυτό μας τρώνε πάντα οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Δεν πεθαίνουν γιατί δεν κατάφεραν να γεννηθούν.

Κ.Π.Καβάφης

loading