#ποιημα

LIVE

Ούτε και τα δικά μου ποιήματα αγαπώ.

Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω.

- Νίκος Χουλιαράς

Θυμάσαι κάποιον Απρίλιο;


Μαζεύτηκαν όλοι πάνω σου,

γελώντας σε σήκωναν ψηλά

να συνηθίσεις τα φτερά σου ανοιχτά.


Μόνο εσύ έκλαιγες,

αφού πάντα έτσι γίνεται.

- Βαλάντης Βόρδος

Δύσκολα να φανταστεί κανείς

την πιο ερωτική διαδρομή,

τη διαδρομή μιας ανάσας.

Κι εσύ που ζήτησες μονάχα

την εκπνοή μου να εισπνεύσεις

φυσικά και ήξερες.


Κι αν κάποιοι δεν ξέρουν

στην ανάσα κατοικούν οι ψυχές.

Έκτοτε

εντός σου διαμένω.

- Έλενα Καραγιαννίδου

Μια φράση κουδουνίζει στο μυαλό μου όλες αυτές τις μέρες: να φτιάξουμε μια νέα ψυχή.

- Γιώργος Σεφέρης

Το πιο κακό ειναι που, πριν πεθάνει η ίδια για τον εαυτό της, εχω πεθάνει εγώ για κείνην. Σάματι αυτός ο κόσμος να υπάρχει χωρίς εμένα. Ένας τρελός ποιητής, που δεν εγεννήθηκα ούτε το ένα ούτε το άλλο και που μ’ έκανε και τα δυο. Είχε στραμμένη όλη της την ύπαρξη από μένα. Τώρα είναι κάπου άνοιαστη και ομορφαίνει τον εαυτό της γι’ άλλον. Και βαδίζει στο δρόμο σα να χορεύει, σα να καλεί - μα όχι εμένα.

Μενέλαος Λουντέμης

- Όχι, δεν μ’ αγαπάς.

- Πως το ξέρετε;

- Αν η γνωριμία μας είχε και την παραμικρή σχέση με την αγάπη, δεν θα μιλούσαμε τώρα τόσην ώρα για αγάπη. Θα κάναμε αγάπη.

Με τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν παράφορα έτρεξε.

Δεν την κάλεσα πίσω. Πήρα κοντά μου το μπουκάλι και του κράτησα συντροφιά ως το τέλος. Άδειασα και το πακέτο με τα τσιγάρα.

Μενέλαος Λουντέμης

Σαν έκλεινε το μουσείο

αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια

κατέβαινε από το αέτωμα.

Κουρασμένη από τους τουρίστες

έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά

ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη

χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.

Η ομορφιά της ήταν για πάντα

σταματημένη μες στο χρόνο.

Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί

σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.

Ερχόταν πίσω της αθόρυβα

της άρπαζε τη μέση και το στήθος

και μαγκώνοντας τα λαγόνια της

με το ένα του πόδι

έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα

στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε

κάθε φορά που της ριχνόταν.

Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.

Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας

με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του

και καθώς χανόταν όλη

μες στην αρπάγη του κορμιού του

τον ένιωθε να μεταμορφώνεται

σιγά σιγά σε κένταυρο.

Τώρα η αλογίσια οπλή του

την πόναγε κάπου εκεί

γλυκά στο κόκαλο

και τον ονειρευότανε παραδομένη

ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του

να τη λαξεύει ακόμη.

Γιώργης Παυλόπουλος, «Το άγαλμα και ο τεχνίτης»

[Ακολουθεί το τελευταίο σημείωμα του Καρυωτάκη, διαβάστε με σύνεση]

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

Κ.Γ.Κ.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των  ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη  ανηφοριά  του  μικρού  Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου  έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές  όπου  οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-
σμαρίνια
- Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού ‘λεγα να μετράς μέσ’ στο γδυτό νερό τις φωτεινές του
μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ’ στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες
Κατεβαίνοντας  προς  τους  γιαλούς  τους  κόλπους  με τα
βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο  χρόνος γλύπτης των  ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή  ως το κόκαλο άλλο
καλοκαίρι
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Ό,τι αρχίζει, θα τελειώσει. Ό,τι δεν αρχίζει δεν θα τελειώσει και ποτέ.

Έρωτας δεν είναι μόνο ό,τι εκπληρώθηκε- είναι και ό,τι πόθησες. Ίσως γι’ αυτό μας τρώνε πάντα οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Δεν πεθαίνουν γιατί δεν κατάφεραν να γεννηθούν.

Κ.Π.Καβάφης

“ακόμη”

στο μυαλό μου είμαι ακόμη 19
είμαι ακόμη αυτή που θες
και το κορίτσι με το οποίο κοιμάσαι αγκαλιά

στο μυαλό μου είμαστε ακόμη μαζί
και φιλιόμαστε κάτω από τα αστέρια,
ενώ μου μιλάς για έρωτα

είμαι ακόμη στο αμάξι σου
και το χέρι σου είναι ακόμη στο πόδι μου
και το δικό μου ακόμη πάνω στο λαιμό σου

έχεις προχωρήσει
μα εγώ είμαι ακόμη εκεί
στην εποχή που ήμουν μαζί σου

loading