#greek poem
Όταν είμαι χαρούμενη,
Αλλά και όταν είμαι λυπημένη.
Όταν ο κόσμος μου καίγεται,
ή είναι γεμάτος χαρά.
Εγώ θα κάνω πάντοτε το ίδιο πράγμα.
Θα χορεύω.
Ένα χέρι να μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
Ένα σώμα αγκαλιασμένο με το δικό μου.
Και μια ανάσα να μου ψιθυρίζει πως η καρδιά είναι στη θέση της, κοντά στο άλλο της μισό.
Και αυτό για εμένα,είναι το ιδανικότερο βράδυ.
Και να ξυπνώ μέσα στη νύχτα.
Να απλώνω το χέρι μου στη διπλανή θέση του κρεβατιού,
Νομίζοντας πως κοιμάσαι κοντά μου.
Μα δεν είσαι εκεί.
Και ίσως αυτή, να είναι η μεγαλύτερη δυστυχία μου.
«Ακόμα και οι ανώφελοι καβγάδες ήταν ότι πιο εξαίσιο»
Τάσος Λειβαδίτης
Θυμάσαι κάποτε που σου μίλαγα μέρα νύχτα, διαβαζα δεν διαβαζα, ετρωγα δεν ετρωγα ,ειτε ειχα πιει ,ειτε δεν ειχα ορεξη, ειτε νυσταζα .Μαλλον οχι γιατι ποτε δεν ενιωσες το ιδιο.
Θα έρθει η ώρα που θα πληγωθούν αυτοί που άδικα μας πλήγωσαν
Ρωτάμε συνεχώς για το νόημα. Ίσως το λάθος μας είναι στο ίδιο το ερώτημα. Ίσως δεν πρέπει να ζητάμε νόημα – αλλά να δίνουμε νόημα.
Νίκος Δήμου
Γιατί οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουν ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ βρίσκουνε
μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Τάσος Λειβαδίτης
Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε.
Γιάννης Ρίτσος
Είναι καλύτερο ν’ αγαπάς έναν άνθρωπο που δεν αξίζει την αγάπη σου, παρά να μισείς κάποιον που αξίζει το μίσος σου.
Ασημάκης Πανσέληνος
Από τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη. Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα: δεν έλυσα κανένα.
Κική Δημουλά,
06/06/1931-22/02/2020
Καλό παράδεισο αγαπημένη.
η αμαρτία μας: ότι θελήσαμε πολλά,
το έγκλημά μας: πράξαμε τόσα λίγα
Τάσος Λειβαδίτης
Ίσως Θεός για τον καθένα μας να ’ναι μονάχα τα όνειρά του.
Κοσμάς Πολίτης
Η ομορφιά του έρωτα δε βρίσκεται στην αιωνιότητα, βρίσκεται στην προσωρινότητα.
Άγγελος Τερζάκης
Αναμονη
Σε περιμενω.Μην ρωτας γιατι.Μην ρωτας γιατι περιμενει εκεινος που δεν εχει τι να περιμενει και ομως περιμενει.
Γιατι σαν να παψει να περιμενει ειναι σαν να παυει να βλεπει,σαν να παυει να κοιτα τον ουρανο,σαν να παυει να ελπιζει,σαν να παυει να ζει.
Αβασταχτο ειναι….Πικρο ειναι να σιμωνεις αργα στ’ακρογιαλι χωρις να εισαι ναυαγος ουτε σωτηρας παρα ναυαγιο.
—Μ.Λουντεμης
Ακροδάχτυλα.
Αγκάθια
Αγκάθια γίνονται οι άνθρωποι.
Μικρά- μικρά αγκάθια
στις άκρες των δαχτύλων μου.
Κάθε ένας, περαστικός
προσθέτει ακόμα μια
αγκίθα.
Και να, που γέμισαν τα δάχτυλά μου αγκάθια.
Και κάθε που αγγίζω,
πληγιάζω.
Ακόμα και στο φευγαλέο χάδι,
πονάω.
Κι είναι πολλά πια τ’αγκάθια,
γιατί ήταν πολλοί οι περαστικοί .
Φοβάμαι πως,
αν σ’αγγίξω
θα τα νιώσεις.
Το τραχύ μου χάδι,
θα σε διώξει κι εσένα μακριά.
Και πάνω που τολμάω να σε χαϊδέψω,
φοβάμαι μη τα δεις τ’αγκάθια,
και μαζεύω τα χέρια μου στις τσέπες.
Ξεχνάω,
πως όσο χαϊδεύω δανεικές σάρκες ,
είμαι εγώ που γδέρνομαι
κι όχι οι άλλοι.
Τα αγκάθια αυτά,
μόνο προς τα μέσα μπαίνουν.
Μπήγονται πιο βαθιά
σε κάθε “αντίο”
σε κάθε “τα λέμε”
σε κάθε “μη χανόμαστε. “
Σε κάθε κλείσιμο της πόρτας,
φέρνω τα ακροδάχτυλά μου στα χείλη μου
και γεύομαι
το γνώριμο πια
τραχύ,
επίπονο
αντίο.
Raised red hand, 1910
Egon Schiele.
The Migraine-Brain girl.
Ξανά
το ίδιο.
Πάλι
ο ίδιος
γνώριμος πια
πόνος.
Θα ‘θελα πραγματικά να μπορούσα να μιλήσω στον Πόνο.
Αν ήταν να ζητήσω μιαν υπερδύναμη, θα ήταν αυτή.
Θα μου πεις,
“και γιατί δε θα ‘θελες να είχες την υπερδύναμη να σταματάς τον πόνο;
Γιατί να θες ν’ανοίξεις κουβέντες μαζί του;”
Έλα ντε.
Νιώθω ότι θα τα λέγαμε ωραία… δε ξέρω.
Θα ΄θελα να τον ρωτήσω:
“Πόνε, γιατί με διάλεξες και σήμερα;
Δεν έχεις άλλους να πονάς;
Άντε , πόνα τους.“
Θα μου πεις ,
”γιατί τον στέλνεις να πονέσει κι άλλους;
Αφου είσαι υπερήρωας, γιατί δεν κάνεις τους πάντες καλά;“
Έλα ντε.
Νιώθω οτι κι αυτός , κάπως πρέπει να κάνει τη δουλειά του.
Μάλλον ,
τον έχω συνηθίσει.
Ξέρεις,
όταν μαθαίνεις να πονάς,
όταν το συνηθίζεις,
κάπως,
νιώθεις μια σύνδεση στοργής μ’αυτόν τον πόνο.
Οικειότητα ,
μια άτυπη φιλία.
Ξανά
το ίδιο.
Πάλι
ο ίδιος
γνώριμος πια
πόνος.
Δυο χέρια σφίγγουν το κεφάλι μου.
Δυο χέρια, που γίνονται ατσάλινα σφυριά.
Χτυπούν με βία το μέτωπό μου,
και δημιουργούν,
μικρές, μικρές ρωγμές στο κρανίο μου.
Δυο χέρια,
γίνονται σκουριασμένα μαχαίρια.
Σκίζουν , αργά αργά τα βλέφαρά μου.
Και χαράσσουν ,
απαλά, το εσωτερικό των ματιών μου.
Σχεδόν , χορεύουν τα μαχαίρια επάνω στα μάτια μου ,
δημιουργώντας, μικρά μικρά ματώματα.
Ξανά
το ίδιο.
Πάλι
ο ίδιος
γνώριμος πια
πόνος.
Αυτό, το γνώριμο πια βαλς.
Θα μου πεις,
"τι βλακείες κάθεσαι και σκέφτεσαι;
Γιατί ρομαντικοποιείς πάλι τους πόνους, γιατί νιώθεις άνετα μέσα σε αυτους;”
Έλα ντε.
Είναι που έχω μάθει πια τα βήματα του βαλς.
Είναι που τα χέρια αυτά του πόνου, ξέρουν πού να πονέσουν.
Μένουν ψηλά,
πάνω, στο πρόσωπο, στο κρανίο, στα μάτια μου.
Τα δικά σου όμως,
πάντα,
βρίσκουν τρόπο
να με πονάνε
στο κέντρο.
Στο πιο κόκκινο σημείο με πονάς.
Ξανά
το ίδιο.
Πάλι
ο ίδιος
γνώριμος πια
πόνος.
Ξέρεις, προτιμώ να πιάνω κουβέντα με τους πόνους,
γιατί αν τους διώξω όλους, ξέρω πως, θα χάσω κι εσένα.
Αν ήσουν υπερήρωας,
σίγουρα θα ήσουν το Αγόρι Πόνος.
Κι εγώ,
θα χόρευα το βαλς σου .