#ελληνικη λογοτεχνια

LIVE

Ούτε και τα δικά μου ποιήματα αγαπώ.

Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω.

- Νίκος Χουλιαράς

Θυμάσαι κάποιον Απρίλιο;


Μαζεύτηκαν όλοι πάνω σου,

γελώντας σε σήκωναν ψηλά

να συνηθίσεις τα φτερά σου ανοιχτά.


Μόνο εσύ έκλαιγες,

αφού πάντα έτσι γίνεται.

- Βαλάντης Βόρδος

Πότε πρόλαβες να περάσεις από εδώ πριν από μένα;

Ποιά δύναμη με κρατάει εμένα πάντα πίσω;

Κρατώ την αναπνοή μου δεν θέλω να πιστέψω στον χθεσινό εφιάλτη στα φαντάσματα των ποιημάτων σου δεν θέλω να τα πάρω όλα αυτά στα σοβαρά

κι όμως είναι σαν να βλέπω ξανά στους ίδιους δρόμους την παντομίμα του έρωτα το ίδιο θάμπωμα στην άκρη των λέξεων

Δεν θα φτάσω ποτέ στο Τόκιο

είσαι ο θάνατος μέσα στα γράμματα.

- Γιώργος Βέης

Δύσκολα να φανταστεί κανείς

την πιο ερωτική διαδρομή,

τη διαδρομή μιας ανάσας.

Κι εσύ που ζήτησες μονάχα

την εκπνοή μου να εισπνεύσεις

φυσικά και ήξερες.


Κι αν κάποιοι δεν ξέρουν

στην ανάσα κατοικούν οι ψυχές.

Έκτοτε

εντός σου διαμένω.

- Έλενα Καραγιαννίδου

Μια φράση κουδουνίζει στο μυαλό μου όλες αυτές τις μέρες: να φτιάξουμε μια νέα ψυχή.

- Γιώργος Σεφέρης

“Ο προορισμός μου αγνοείται.

Το ίδιο και η κατάληξη.

Ξέρω μόνο πως κινούμαι

άρα μάλλον είμαι ακόμα ζωντανός.

Ξέρω μόνο πως απ’ το να μ’ αγαπούν όποτε προλαβαίνουν, προτιμώ να μην το κάνουν καθόλου. ”

Ρένε

Σαν έκλεινε το μουσείο

αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια

κατέβαινε από το αέτωμα.

Κουρασμένη από τους τουρίστες

έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά

ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη

χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.

Η ομορφιά της ήταν για πάντα

σταματημένη μες στο χρόνο.

Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί

σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.

Ερχόταν πίσω της αθόρυβα

της άρπαζε τη μέση και το στήθος

και μαγκώνοντας τα λαγόνια της

με το ένα του πόδι

έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα

στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε

κάθε φορά που της ριχνόταν.

Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.

Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας

με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του

και καθώς χανόταν όλη

μες στην αρπάγη του κορμιού του

τον ένιωθε να μεταμορφώνεται

σιγά σιγά σε κένταυρο.

Τώρα η αλογίσια οπλή του

την πόναγε κάπου εκεί

γλυκά στο κόκαλο

και τον ονειρευότανε παραδομένη

ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του

να τη λαξεύει ακόμη.

Γιώργης Παυλόπουλος, «Το άγαλμα και ο τεχνίτης»

Ρωτάμε συνεχώς για το νόημα. Ίσως το λάθος μας είναι στο ίδιο το ερώτημα. Ίσως δεν πρέπει να ζητάμε νόημα – αλλά να δίνουμε νόημα.

Νίκος Δήμου

 Ο Κώστας Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896 - 21 Ιουλίου 1928) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Θεωρ

ΟΚώστας Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896 - 21 Ιουλίου 1928) ήταν Έλληναςποιητής και πεζογράφος. Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Για το έργο του έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία, πραγματοποιήθηκαν δεκάδες ειδικά συνέδρια.


Post link

Το πιο πολύτιμο ρούχο μας.

Το πιο επίσημο ρούχο μας.

Το πιο εμφανίσιμο ρούχο μας.

Η χλαμύδα μας.

Το φράκο μας.

Το νυχτικό μας.

Το μόνο σωστό μας.

Το μόνο πιστό μας.

Το μόνο αιώνιο ρούχο μας

είναι το πετσί μας.

Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο,

άσπρο,

ή μελαψό.

Ντρέπομαι για κείνους που το χωρίζουν

σε μαύρο,

άσπρο

και μελαψό.

Μενέλαος Λουντέμης, Το αληθινό μας ρούχο

«Τείχη»

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. 

Κωνσταντίνος Καβάφης

Λήθη

Καλότυχοι οί νεκροί πού λησμονάνε

τήν πίκρια τής ζωής.Όντας βυθίσει

ό ήλιος καί τό σούρουπο ακολουθήσει,

μήν τούς κλαίς, ό καημός σού όσος καί νάναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν καί πάνε

στής λησμονιάς τήν κρουσταλλένια βρύση

μά βούρκος τό νεράκι θά μαυρίσει,

ά στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι άν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται.

Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδύλι,

πόνους παλιούς, πού μέσα τούς κοιμούνται.

Ά δέ μπορείς πάρα νά κλαις τό δείλι,

τούς ζωντανούς τά μάτια σού άς θρηνήσουν:

Θέλουν μά δέ βολεί νά λησμονήσουν .

Λ.Μαβίλης

Καθίσαμε απέναντι.

Τα δικά μου πιόνια ήταν σύννεφα.

Τα δικά του σίδερο και αίμα. 

Αυτός είχε τα μαύρα.

Σκληροί, γυαλιστεροί οι πύργοι του

επιτέθηκαν με ορμή

ενώ η βασίλισσα μου 

ξεντυνόταν στο σκοτάδι. 

Ήταν καλός αντίπαλος, 

προέβλεπε κάθε μου κίνηση

πριν καλά καλά ακόμα την σκεφτώ,

κι εγώ παρ’ όλα αυτά την έκανα, 

με την ήρεμη εγκατάλειψη αυτού 

που βαδίζει στο χαμό του.

Ίσως τελικά να με γοήτευε

το πόσο γρήγορα εξόντωσε τους στρατιώτες μου

τους αξιωματικούς, τους πύργους, τα οχυρά,

τις γέφυρες, τον βασιλιά τον ίδιο,

πόσο εύκολα διαπέρασε, εισχώρησε και άλωσε

βασίλεια ολόκληρα αρχαίας σιωπής

και πώς τελικά αιχμαλώτισε εκείνη τη μικρή βασίλισσα

από νεραϊδοκλωστή 

που τόσο της άρεσε να διαφεύγει με πειρατικά καράβια

στις χώρες του ποτέ.

Ναι, ομολογώ ότι γνώριζα από πριν πως θα νικήσει.

Άλλωστε, για αυτό έπαιξα μαζί του.

Γιατί, έστω και μια φορά, μες στη ζωή,

αξίζει κανείς να παίξει για να χάσει.

Χλόη Κουτσουμπέλη, Παρτίδα Σκάκι

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των  ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη  ανηφοριά  του  μικρού  Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου  έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές  όπου  οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-
σμαρίνια
- Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού ‘λεγα να μετράς μέσ’ στο γδυτό νερό τις φωτεινές του
μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ’ στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες
Κατεβαίνοντας  προς  τους  γιαλούς  τους  κόλπους  με τα
βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο  χρόνος γλύπτης των  ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή  ως το κόκαλο άλλο
καλοκαίρι
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

να χαχανίζουμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου προσπαθώντας να μαντέψουμε τίνος είναι το χτυποκάρδι στο στήθος, δικό μας ή του δικού μας,

Ιωάννα Καρυστιάνη

Ό,τι αρχίζει, θα τελειώσει. Ό,τι δεν αρχίζει δεν θα τελειώσει και ποτέ.

Έρωτας δεν είναι μόνο ό,τι εκπληρώθηκε- είναι και ό,τι πόθησες. Ίσως γι’ αυτό μας τρώνε πάντα οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Δεν πεθαίνουν γιατί δεν κατάφεραν να γεννηθούν.

Κ.Π.Καβάφης

loading