#ελληνες ποιητες

LIVE

Το πιο κακό ειναι που, πριν πεθάνει η ίδια για τον εαυτό της, εχω πεθάνει εγώ για κείνην. Σάματι αυτός ο κόσμος να υπάρχει χωρίς εμένα. Ένας τρελός ποιητής, που δεν εγεννήθηκα ούτε το ένα ούτε το άλλο και που μ’ έκανε και τα δυο. Είχε στραμμένη όλη της την ύπαρξη από μένα. Τώρα είναι κάπου άνοιαστη και ομορφαίνει τον εαυτό της γι’ άλλον. Και βαδίζει στο δρόμο σα να χορεύει, σα να καλεί - μα όχι εμένα.

Μενέλαος Λουντέμης

- Όχι, δεν μ’ αγαπάς.

- Πως το ξέρετε;

- Αν η γνωριμία μας είχε και την παραμικρή σχέση με την αγάπη, δεν θα μιλούσαμε τώρα τόσην ώρα για αγάπη. Θα κάναμε αγάπη.

Με τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν παράφορα έτρεξε.

Δεν την κάλεσα πίσω. Πήρα κοντά μου το μπουκάλι και του κράτησα συντροφιά ως το τέλος. Άδειασα και το πακέτο με τα τσιγάρα.

Μενέλαος Λουντέμης

Σαν έκλεινε το μουσείο

αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια

κατέβαινε από το αέτωμα.

Κουρασμένη από τους τουρίστες

έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά

ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη

χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.

Η ομορφιά της ήταν για πάντα

σταματημένη μες στο χρόνο.

Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί

σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.

Ερχόταν πίσω της αθόρυβα

της άρπαζε τη μέση και το στήθος

και μαγκώνοντας τα λαγόνια της

με το ένα του πόδι

έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα

στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε

κάθε φορά που της ριχνόταν.

Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.

Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας

με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του

και καθώς χανόταν όλη

μες στην αρπάγη του κορμιού του

τον ένιωθε να μεταμορφώνεται

σιγά σιγά σε κένταυρο.

Τώρα η αλογίσια οπλή του

την πόναγε κάπου εκεί

γλυκά στο κόκαλο

και τον ονειρευότανε παραδομένη

ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του

να τη λαξεύει ακόμη.

Γιώργης Παυλόπουλος, «Το άγαλμα και ο τεχνίτης»

[Ακολουθεί το τελευταίο σημείωμα του Καρυωτάκη, διαβάστε με σύνεση]

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

Κ.Γ.Κ.

Το πιο πολύτιμο ρούχο μας.

Το πιο επίσημο ρούχο μας.

Το πιο εμφανίσιμο ρούχο μας.

Η χλαμύδα μας.

Το φράκο μας.

Το νυχτικό μας.

Το μόνο σωστό μας.

Το μόνο πιστό μας.

Το μόνο αιώνιο ρούχο μας

είναι το πετσί μας.

Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο,

άσπρο,

ή μελαψό.

Ντρέπομαι για κείνους που το χωρίζουν

σε μαύρο,

άσπρο

και μελαψό.

Μενέλαος Λουντέμης, Το αληθινό μας ρούχο

«Τείχη»

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. 

Κωνσταντίνος Καβάφης

Λήθη

Καλότυχοι οί νεκροί πού λησμονάνε

τήν πίκρια τής ζωής.Όντας βυθίσει

ό ήλιος καί τό σούρουπο ακολουθήσει,

μήν τούς κλαίς, ό καημός σού όσος καί νάναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν καί πάνε

στής λησμονιάς τήν κρουσταλλένια βρύση

μά βούρκος τό νεράκι θά μαυρίσει,

ά στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι άν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται.

Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδύλι,

πόνους παλιούς, πού μέσα τούς κοιμούνται.

Ά δέ μπορείς πάρα νά κλαις τό δείλι,

τούς ζωντανούς τά μάτια σού άς θρηνήσουν:

Θέλουν μά δέ βολεί νά λησμονήσουν .

Λ.Μαβίλης

Καθίσαμε απέναντι.

Τα δικά μου πιόνια ήταν σύννεφα.

Τα δικά του σίδερο και αίμα. 

Αυτός είχε τα μαύρα.

Σκληροί, γυαλιστεροί οι πύργοι του

επιτέθηκαν με ορμή

ενώ η βασίλισσα μου 

ξεντυνόταν στο σκοτάδι. 

Ήταν καλός αντίπαλος, 

προέβλεπε κάθε μου κίνηση

πριν καλά καλά ακόμα την σκεφτώ,

κι εγώ παρ’ όλα αυτά την έκανα, 

με την ήρεμη εγκατάλειψη αυτού 

που βαδίζει στο χαμό του.

Ίσως τελικά να με γοήτευε

το πόσο γρήγορα εξόντωσε τους στρατιώτες μου

τους αξιωματικούς, τους πύργους, τα οχυρά,

τις γέφυρες, τον βασιλιά τον ίδιο,

πόσο εύκολα διαπέρασε, εισχώρησε και άλωσε

βασίλεια ολόκληρα αρχαίας σιωπής

και πώς τελικά αιχμαλώτισε εκείνη τη μικρή βασίλισσα

από νεραϊδοκλωστή 

που τόσο της άρεσε να διαφεύγει με πειρατικά καράβια

στις χώρες του ποτέ.

Ναι, ομολογώ ότι γνώριζα από πριν πως θα νικήσει.

Άλλωστε, για αυτό έπαιξα μαζί του.

Γιατί, έστω και μια φορά, μες στη ζωή,

αξίζει κανείς να παίξει για να χάσει.

Χλόη Κουτσουμπέλη, Παρτίδα Σκάκι

να χαχανίζουμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου προσπαθώντας να μαντέψουμε τίνος είναι το χτυποκάρδι στο στήθος, δικό μας ή του δικού μας,

Ιωάννα Καρυστιάνη

Αναμονη

Σε περιμενω.Μην ρωτας γιατι.Μην ρωτας γιατι περιμενει εκεινος που δεν εχει τι να περιμενει και ομως περιμενει.

Γιατι σαν να παψει να περιμενει ειναι σαν να παυει να βλεπει,σαν να παυει να κοιτα τον ουρανο,σαν να παυει να ελπιζει,σαν να παυει να ζει.

Αβασταχτο ειναι….Πικρο ειναι να σιμωνεις αργα στ’ακρογιαλι χωρις να εισαι ναυαγος ουτε σωτηρας παρα ναυαγιο.

—Μ.Λουντεμης

nolite-debastardes-carborundorum:

κι η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί, που τελείωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς.

Τάσος Λειβαδίτης

loading