#ελληνικη ποιηση

LIVE

Θα αφήσω τα όνειρά μου να ταξιδέψουνε ψηλά,

να δημιουργήσουν σε άλλους όνειρα

και να μου επιστρέψουν τα διπλά.

Ίσως κάποια στιγμη όταν ξυπνήσω το όνειρο να μην εξαφανιστεί, αλλά να με φιλήσει και να μου ψιθυρίσει καλημέρα..!

_κανένας_

Ψησου να το σκάσουμε μαζί !

_κανένας_

Ψιθύρισε μου πάλι στο αυτι ,

Ο,τι σε τόσο χρόνο δεν έχει υποθεί

Και άσε να απελευθέρωσω από τα δεσμά

Ο,τι δεν σου εξέφρασα παλιά

Να ταν τα χείλη σου ωκαιανοι

Να ταξιδεύω τη λιακάδα

Και αν φουρτουνίαζαν αυτοί

Σιωπηλά θα έστυβα αστερια

Να χαμογελάς στα δυο μου χέρια


_κανένας_

Τα συναισθήματα μου σου ανοικουν

Τρύπιες οι αγκαλιές

Που δεν έχουν το άγγιγμα σου

_κανένας_

Άρπαξε μια τρίχα από το φεγγάρι

Και ένα χαμόγελο από τον ήλιο

Έντυσε την αμουδια με πεφταστέρια

Τοποθέτησε στα μάτια ρουμπίνια

Με σμαράγδια ζωγράφισε καρδιά

Μα τι να κανεις ο άνθρωπος το μήλο ζήλεψε

Και τον παράδεισο αποχαιρέτησε μελαγχολικά

_κανένας_

Μιλήσαμε για σένα

Η εκδρομή

Η κλειδαριά

Τα γέλια

Τα ποτά

Οι λεμονάδες

Οι βόλτες

Τα φιλιά

Και το αστέρι μας

Φεγγάρι μου ώρες ατέλειωτες στα μάτια μου μια στιγμη , μα όταν τα άνοιγα δεν ήσουν εκεί

Μαζί σου ήμουν εγώ, μαζί μου ήσουν εσυ

Τώρα απλά δυο καλοι ηθοποιοί

_κανένας_

Όλοι μου λένε ότι τους ξέχασα

Αλλά κανεις από αυτούς δεν με θυμάται

_κανένας_

Από μακρυά και αγαπη-μένει/οι, διαλέγεις

_κανένας_

Κοιτά που φτάσαμε σε Αποξηραμένες εποχές με κρύα ανοιξιάτικα χέρια να ακουμπας φθινοπωρινές καρδιές και να ονειρευεσαι καλοκαιρινά πεφταστέρια..!

_κανένας_

-Μυρίζει καθολου άνοιξη ο χειμώνας σου;

-με χέρια σταυρωμένα, γιατί; Γιατί έτσι πρέπει,με πόδια μαγκωμένα, γιατί; Γιατί έτσι πρέπει,με μάτια μουδιασμένα γιατί; Γιατί έτσι πρέπει, ζωγραφίζω πόδια στη γη , και δένομαι από τα κορδόνια τους , κλέβω φτερό από τον Ερμή να γράφω για τα χρόνια μας, μεγαλώσαμε μαζί και η ρωγμή ακόμα τρίζει , σε ένα στενό βροχερό βρέχεται η σκέψη , ζωγραφίζω δυο ήλιους με κλωστή,σε ουρανό φλογισμένοι , ο ένας καίγεται από προσμονή και ο άλλος περιμένει

_κανένας_

Ότι δεν σου είπα, πάντα θα με πνίγουν

Κοιμήσου το αστέρι μας δεν φώτισε ακόμα

Λίγο η θάλασσα και ο ήλιος

Λίγο τα αστερια και ο ουρανός

Φεγγάρι να δεις θα σμίξουν

Ότι δεν κατάφερε ο καιρός

Καληνυχτα φωτιά (μου)

_κανένας_

Άχρωμα ταξιδια γυρεύοντας την ευτυχία μακρυά σου

_κανένας_

Δεν θα πω ψέμματα λείπεις , μου λείπεις, κανείς δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει ή να σε σβήσει από το θρόνο της καρδιάς. Αυτά, κατά αλλά κάποια βραδιά σε αισθάνομαι κάποιες μέρες σε βλέπω αλλά όχι δεν πέρασες ποτέ δεν με είδες ποτέ , ένα τυχαίο χαμόγελο σου να δω να μην ξυπνήσω ποτέ.

_κανένας_

cillius:

“Καπνίζω όπως πατάς τη σκανδάλη Ελπίζοντας πως αν όχι σ’ αυτό Τότε στο επόμενο τσιγάρο Θα σημαδέψω μια ολόκληρη λύπη Βαθιά στον πνεύμονα Και δεν θ’ αστοχήσω”

— Θεώνη Κοτίνη, Άτιτλο

[Ακολουθεί το τελευταίο σημείωμα του Καρυωτάκη, διαβάστε με σύνεση]

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

Κ.Γ.Κ.

Το πιο πολύτιμο ρούχο μας.

Το πιο επίσημο ρούχο μας.

Το πιο εμφανίσιμο ρούχο μας.

Η χλαμύδα μας.

Το φράκο μας.

Το νυχτικό μας.

Το μόνο σωστό μας.

Το μόνο πιστό μας.

Το μόνο αιώνιο ρούχο μας

είναι το πετσί μας.

Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο,

άσπρο,

ή μελαψό.

Ντρέπομαι για κείνους που το χωρίζουν

σε μαύρο,

άσπρο

και μελαψό.

Μενέλαος Λουντέμης, Το αληθινό μας ρούχο

Αλίμονο…

το κρασί του έρωτα

το πίνουν δύο δύο,

μα μεθάει μόνο ο ένας.

Μενέλαος Λουντέμης

«Τείχη»

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. 

Κωνσταντίνος Καβάφης

Λήθη

Καλότυχοι οί νεκροί πού λησμονάνε

τήν πίκρια τής ζωής.Όντας βυθίσει

ό ήλιος καί τό σούρουπο ακολουθήσει,

μήν τούς κλαίς, ό καημός σού όσος καί νάναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν καί πάνε

στής λησμονιάς τήν κρουσταλλένια βρύση

μά βούρκος τό νεράκι θά μαυρίσει,

ά στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι άν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται.

Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδύλι,

πόνους παλιούς, πού μέσα τούς κοιμούνται.

Ά δέ μπορείς πάρα νά κλαις τό δείλι,

τούς ζωντανούς τά μάτια σού άς θρηνήσουν:

Θέλουν μά δέ βολεί νά λησμονήσουν .

Λ.Μαβίλης

Αυτός που εδέησε να διαβεί

τα Επάνω Μονοπάτια.

Και κάτι πρέπει να ήξερε.

Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!

[Οδ.Ελύτης, Μαρία Νεφέλη]

Πρέπει να έχει σκοτάδι ο έρωτας, για να μην φαίνεται ότι ο Άλλος λείπει.

Γιώργος Χειμωνάς

Καθίσαμε απέναντι.

Τα δικά μου πιόνια ήταν σύννεφα.

Τα δικά του σίδερο και αίμα. 

Αυτός είχε τα μαύρα.

Σκληροί, γυαλιστεροί οι πύργοι του

επιτέθηκαν με ορμή

ενώ η βασίλισσα μου 

ξεντυνόταν στο σκοτάδι. 

Ήταν καλός αντίπαλος, 

προέβλεπε κάθε μου κίνηση

πριν καλά καλά ακόμα την σκεφτώ,

κι εγώ παρ’ όλα αυτά την έκανα, 

με την ήρεμη εγκατάλειψη αυτού 

που βαδίζει στο χαμό του.

Ίσως τελικά να με γοήτευε

το πόσο γρήγορα εξόντωσε τους στρατιώτες μου

τους αξιωματικούς, τους πύργους, τα οχυρά,

τις γέφυρες, τον βασιλιά τον ίδιο,

πόσο εύκολα διαπέρασε, εισχώρησε και άλωσε

βασίλεια ολόκληρα αρχαίας σιωπής

και πώς τελικά αιχμαλώτισε εκείνη τη μικρή βασίλισσα

από νεραϊδοκλωστή 

που τόσο της άρεσε να διαφεύγει με πειρατικά καράβια

στις χώρες του ποτέ.

Ναι, ομολογώ ότι γνώριζα από πριν πως θα νικήσει.

Άλλωστε, για αυτό έπαιξα μαζί του.

Γιατί, έστω και μια φορά, μες στη ζωή,

αξίζει κανείς να παίξει για να χάσει.

Χλόη Κουτσουμπέλη, Παρτίδα Σκάκι

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των  ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη  ανηφοριά  του  μικρού  Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου  έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές  όπου  οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-
σμαρίνια
- Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού ‘λεγα να μετράς μέσ’ στο γδυτό νερό τις φωτεινές του
μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ’ στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες
Κατεβαίνοντας  προς  τους  γιαλούς  τους  κόλπους  με τα
βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο  χρόνος γλύπτης των  ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή  ως το κόκαλο άλλο
καλοκαίρι
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε.

Γιάννης Ρίτσος

Κάθε στιγμή τα λόγια μας είναι το ψέμα και μόνο η πράξη μας η αλήθεια.

Τάσος Αθανασιάδης

να χαχανίζουμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου προσπαθώντας να μαντέψουμε τίνος είναι το χτυποκάρδι στο στήθος, δικό μας ή του δικού μας,

Ιωάννα Καρυστιάνη

Είναι καλύτερο ν’ αγαπάς έναν άνθρωπο που δεν αξίζει την αγάπη σου, παρά να μισείς κάποιον που αξίζει το μίσος σου.

Ασημάκης Πανσέληνος

Από τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη. Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα: δεν έλυσα κανένα. 

Κική Δημουλά,


06/06/1931-22/02/2020

Καλό παράδεισο αγαπημένη.

Αναμονη

Σε περιμενω.Μην ρωτας γιατι.Μην ρωτας γιατι περιμενει εκεινος που δεν εχει τι να περιμενει και ομως περιμενει.

Γιατι σαν να παψει να περιμενει ειναι σαν να παυει να βλεπει,σαν να παυει να κοιτα τον ουρανο,σαν να παυει να ελπιζει,σαν να παυει να ζει.

Αβασταχτο ειναι….Πικρο ειναι να σιμωνεις αργα στ’ακρογιαλι χωρις να εισαι ναυαγος ουτε σωτηρας παρα ναυαγιο.

—Μ.Λουντεμης

‘Έχω και εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς αλλά δεν σκοτώνω άστρα’

Κικη Δημουλά.

Μα εγώ θέλω να γυρισω πίσω

Σε αυτές τις μερες,

Σε αυτά τα βραδιά ,

Σε αυτούς τους ανθρώπους.

loading